
Λίγα λόγια για το έργο
Η γραφή είναι αυτή που είχε ο μπαρμπα-Γιώργης
γι'αυτό θα παρατηρήσετε μερικούς ιδιωματισμούς
γραφής. Ούτως ή άλλως είναι ένα έργο που αξίζει
να το διαβάσουν όλοι (μικροί και μεγάλοι) γιατί ο καθένας θα βρει και κάποιο δικό του στοιχείο,
που είτε το γνωρίζει προσωπικά ή το έχει ακούσει από τους μεγαλύτερους!
Ευχαριστούμε θερμά τον εγγονό του, Γιώργο Αθ. Αναστασόπουλο, που μας το χορήγησε για την ιστοσελίδα μας!
Θα χαρούμε να έχουμε και άλλες μαρτυρίες, από τους παλιότερους να έχουμε μια πλήρη εικόνα της λαογραφίας μας!
Πρoλογος
Σκοπός του παρόντος βιβλίου είναι να δώσει όσον το δυνατόν φως στην περιφέρεια του χωριού Σιτομένων, της Κοινότητας Σιτομένων καθώς και της γύρωθεν περιοχής. Των γύρωθεν χωριών ήτοι των χωριών Κερασιάς, Καστανούλας, Αγίας Παρασκευής (Ζελίχοβον), Σκουτερά και πολλά άλλα και προσπαθήσαμεν με κάθε τρόπο να διαλευκάνουμε πολλά σημεία της περιφέρειας σύμφωνα με τας υπάρχουσας σήμερον τοποθεσίες που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον από την νεαράν μου ηλικίαν όταν ήμουνα μαθητής δημοτικού σχολείου.
Δια τον σκοπό αυτόν ρωτούσα τους γέροντες και πολλά μου διηγούνταν όσο ήξεραν βέβαια, και μετέπειτα όταν ήμουν Γραμματέας από το 1952 μέχρι το 1983 που πήρα σύνταξη, συζητούσα πολλάκις με υπαλλήλους των διαφόρων υπηρεσιών περί της ιστορίας του τόπου αυτού. Πολλά έχω μάθει και σκέφτηκα να γράψω το παρόν βιβλίον για να γνωρίζουν οι μεταγενέστεροι δια τον τόπο αυτόν.
ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΠΟΘΕΣΙΩΝ
Επειδή δια τον τόπον αυτόν κανένας μέχρι σήμερον δεν έχει γράψει και δια τον λόγο αυτόν όσον είναι δυνατόν θα παραθέσω τα εκ παραδόσεως από γέροντες, όταν κατά την νεαράν μου ηλικίαν, και καλόν έκρινα να γράψω τα ονόματα τους όσων τις αφηγήσεις τους συνδύαζα δια να είμαι πιο κοντά στην αλήθεια. Οι Γέροντες αυτοί είναι Αθανάσιος Στάχτιαρης, Δημήτριος Παπασπύρος ή «Τσόλης», Ιωάννης Μπαρλίκας ή «Βαρελάς», Βασίλειος Μπαρλίκας του Σωτηρίου, Γεώργιος Χαβέλας του Βασιλείου και Αθανάσιος Ντόκας.
ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΣΙΤΟΜΕΝΑ
Δια το όνομα του χωριού Σιτόμενα υπάρχουν δυο εκδοχές η μεν πρώτη και πιθανότερη εκδοχή είναι εκ του (μένου σίτος) δηλαδή Σίτος μένη και με την παραδρομήν του καιρού Σιτόμενα. Η δεύτερη από τον κόθρον σίτας που κοσκινάμε το αλεύρι δεδομένου ότι το χωριό Σιτόμενα περιβάλλεται γύρωθεν από βουνά και υψηλούς λόφους, αλλά η εκδοχή αυτή ήταν γνώμη ενός Διοικητού της Χωροφυλακής Αγρινίου περί του έτους 1930. Περί του ότι αν το χωριό είχε πρωτύτερα άλλο όνομα δεν υπάρχει καμία ένδειξη.
Ιστορικα στοιχεια προ της επαναστασεως του 1821
Καθώς προκύπτει από μια πέτρα που ήτοι στην θέση «Γριάς Φούρνος» που έγραφε «τέρμα Θέρμου» από εκεί βγαίνει το συμπέρασμα ότι το χωριό που ήταν τότε υπάγονταν στην Αιτωλική συμπολιτείαν του Θέρμου. Η πέτρα αυτή δεν υπάρχει τώρα γιατί καταστράφηκε κατά την διάνοιξη του δρόμου το 1955 περίπου. Είναι γεγονός ότι πολλές τοποθεσίες ονομάζονται παλιοχώρι, παλιοχωράκι και μερικοί τοίχοι που ίσως κάποτε να ήταν σπίτια.
Αξιοσημείωτον είναι η θέση «Μαλωτάδες» και κατά την παράδοση ότι κάποτε υπήρχε χωριό. Δεν γνωρίζομεν όμως το όνομα του χωριού και ποτέ περίπου ήταν χωριό. Κατά την παράδοση όμως ήταν χωριό και κατά καιρούς ακουγόταν μια υποχθόνιος βοή και οι κάτοικοι έφεραν τότε κάποιον γεωλόγο που τους είπε ότι υποκάτου του χωριού υπάρχει νερό και το χωριό θα βουλιάξει. Τους ζήτησε γρόσια πολλά για να το βγάλει το νερό και μερικοί ήθελαν να δώσουν γρόσια και μερικοί δεν ήθελαν και μάλωσαν πολύ μεταξύ τους και έτσι έμεινε το όνομα «Μαλωτάδες».Το μέρος αυτό φαίνεται που βούλιαξε διότι πολλοί βρήκαν γεωργικά εργαλεία και φέτος πάλι βρέθηκε και ένας γλωσσίδι καμπάνας που ζυγίζει περίπου 10 κιλά. Ενδείξεις υπάρχουν ότι η κατολίσθηση του χωριού αυτού έγινε επί τουρκοκρατίας.
Εις την θέση «Βαγένι» περιφέρεια Σιτομένων υπάρχει αρχαίος μερικός ασβεστότοιχος και μνημεία. Σε ένα από τα μνήματα αυτά βρήκαμε μια πέτρα που έγραφε «Ενθάδε με χαίρε Λανίκας» και πιο πέρα λέγεται η θέση «Παλιόκαστρο».
Ένας αρχαιολόγος που ήρθε το 1935 είπε ότι αυτά ήταν επί ρωμαϊκής εποχής καθώτι και στην Σκουτερά υπάρχει τοποθεσία «περιθώριον» όπου κατά πάσα πιθανότητα να ήταν η Πραιτώριον έδρα ρωμαίου διοικητή επί της Ρωμαϊκής εποχής. Περί της εποχής του Βυζαντίου δεν γνωρίζουμε τίποτε. Κατά δε την εποχή της τουρκοκρατίας αρχικώς υπάγονταν στο Ζαπάντη «ψιλή Παναγιά» σήμερον Δήμος Νεαπόλεως. Κατά την εποχή της τουρκοκρατίας και μέχρι τους προεπαναστατικούς χρόνους δεν υπάρχουν στοιχεία, μόνο από την ιστορία του καθηγητού και γυμνασιάρχου Αγρινίου το 1930 περίπου, Γεωργίου Χαβέλα. Κατά την εποχή του 1750 ήκμαζαν η κλεφτουριά και η περιφέρεια υπάγονταν στο αρματολίκι του Κατσαντώνη και μετά τον Κατσαντώνη στον αρματολόν του Βλοχού Αλεξάκη Βλαχόπουλον με έδρα τον Βλοχόν.
Την εποχή αυτήν όπου οι κλεφτές είχαν δράση συνέβησαν πολλά περιστατικά τα οποία συλλέξαμε από πληροφορίες βάσιμες και θα τα διηγηθούμε κατωτέρω.
Τότε το χωριό Σιτόμενα ήταν στο «Πλοκοπάρι» που είναι ανατολικά του σημερινού χωριού Σιτόμενα. Πόσες οικογένειες ήταν δεν γνωρίζομεν, πάντως λίγες ήταν. Στο «Πλοκοπάρι» ήταν και ένας Κοτζάμπασης ονόματι Μπαρλίκας που λόγω τις τότε περιστάσεως έκανε φαινομενικώς και τον φίλο των Τούρκων, ήταν όμως και τροφοδότης των κλεφτών όπου οι κλέφτες αυτοί υπάγονταν στην διοίκηση του Κατσαντώνη.
Από καιρό σε καιρό έρχονταν και ο Κατσαντώνης στα μέρη τούτα και έκανε αδερφοποιητούς άντρες και γυναίκες, οι αδερφοποιητοί εγένετο κατά τον εξής τρόπο. Με κατάλληλον τότε εργαλείο έπαιρναν αίμα και το έβαναν στις φλέβες σε αυτόν που ήθελε να γίνει αδερφοποιητός και από την στιγμή αυτήν ήταν αδερφοποιητός δηλαδή σαν αδέρφια και σαν αδελφές και πονούσε ο ένας τον άλλον σαν αδέλφια πραγματικά όπως λέγει και το δημοτικό τραγούδι «Που είστε μωρ’ αδέρφια μου, πούστε Κατσαντωνέοι την αδερφή μας πήρανε και στον πασά την πάνε για πάρτε τα τουφέκια σας και ζώστε τα σπαθιά σας, να πιάσουμε το στένωμα που θα περάσουν οι Τούρκοι τα ασκέρι του Ντανούς αγά με την Βασιλική μας». Στην μάχη τότε σκοτώθηκε ο Ντανούς αγάς και λέγεται και σήμερα στου «Ντανούσια». Αυτή η τοποθεσία είναι στην Αγία Παρασκευή, παλαιόν Ζελίχοβον, όπου ο Κατσαντώνης είχε πολλούς αδερφοποιτούς και αδερφοποιτές.
Στο «Πλοκοπάρι» καθώς προείπαμε ήταν ο Μπαρλίκας ο Κοτζάμπασης. Το τούρκικο απόσπασμα πήγαινε στο «Πλοκοπάρι» και το φιλοξενούσε ο Μπαρλίκας καθώς προκύπτει ότι κάποιος ενημέρωσε τους τούρκους ότι στην θέση «Πάτωμα» κάτω από το «Πλοκοπάρι» είναι λημέρι κλεφτών. Ο τούρκος πήγε να δει και μόλις πήγε είδε τα γιατάκια των κλεφτών και τον έπιασε φόβος μεγάλος και επειδή δεν είχε δύναμη σε άνδρες έφυγε αμέσως. Είπε όμως στον Μπαρλίκα «Μπαρλικα μας τα μουτσούρωσες φυλάς τα κλέφτικα» και από τότε έμεινε μουτσούρης από όπου κατάγονται και οι Μουτσουραίοι στην Σκουτερά – Σταμματογιαννέϊκα.
Αυτός ο Τούρκος μετά από μήνες περίπου τον μήνα Φεβρουάριο ή Μάρτιο αγνώστου έτους πήρε μεγάλη δύναμη να πολεμήσει τους κλέφτες και πήγε από το μέρος της Καστανούλας να μην τον δουν τα καραούλια (παρατηρητήρια) των κλεφτών μέσα στην νύχτα. Προσέβαλε τους κλεφτές από το μέρος της «Χούνης» που είναι ανατολικά του «Πλοκοπαρίου» και οι κλέφτες έφυγαν προς τα κάτω προς τα Σιτόμενα και οχυρώθηκαν στη θέση «Χειρολάκι» που έτσι λέγεται και σήμερον. Έγινε δε μάχη σκληρή και εκεί σκοτώθηκε ένας τούρκος πασάς που η τοποθεσία λέγεται σήμερα «Πασαλάκες».
Ποιο πέρα οι Τούρκοι σκότωσαν και τον Παπαπέτρο που χωρίς να ξέρει πήγαινε στο «Πλοκοπάρι» και τον έπιασαν και τον σκότωσαν.
Ακολούθως οι κλέφτες έφυγαν προς τα κάτω και οχυρώθηκαν στην θέση «Τουρκομνήματα» που έτσι λέγεται και σήμερα. Οι Τούρκοι τους ακολούθησαν κατά πόδας και ποιο κάτω από την σημερινή θέση «Παλιάμπελα» βρήκαν τον Γιωργούση Ταρχέα και τον σκότωσαν για αυτό και η θέση λέγεται σήμερα «Γεωργούση». Λίγο ποιο κάτω είδαν έναν παπα, τον πήραν στο κυνήγι και ο παπάς για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων έπεσε κάτω στον γκρεμνό και σκοτώθηκε και σήμερα η θέση αυτή λέγεται «Στου παπά το πήδημα». Οι κλέφτες είχαν οχυρωθεί κοντά στη θέση «Τουρκομνήματα» και όταν έφτασαν εκεί και οι Τούρκοι, έγινε μάχη σκληρή και οι Τούρκοι έπαθαν πανωλεθρία, σκοτώθηκαν πολλοί και τους έθαψαν εκεί για αυτό και η θέση λέγεται σήμερα «Τουρκομνήματα».
Αλλά και πάλιν οι κλέφτες επιχείρησαν προς την περιοχή που ονομάζεται και σήμερα «Πλάτανος» και οχυρώθηκαν στην θέση «Οχέρωμα» στον «Πλάτανο» όπου και πάλι έγινε σκληρή μάχη και εκεί σκοτώθηκε ένας κλέφτης ονόματι Σπαθούλας. Από εκεί οι κλέφτες έφυγαν προς τα Σταμματογιαννέϊκα και οι Τούρκοι πήγαν στην Σκουτερά στην σημερινή τοποθεσία Ελληνικά όπου ήτοι και η έδρα του Τούρκου Διοικητή.
Στον δρόμο από τα Σιτόμενα προς την Σκουτερά υπάρχει τοποθεσία «Γριάς φούρνος» όπου παλαιοτέρα οι γυναικούλες που περνούσαν από τον δρόμο αυτόν πετούσαν ξύλα δεν ήξεραν όμως γιατί. Ήμουν αυτόπτης μάρτυς μικρός καθώς πήγαινα στο Αγρίνιο. Μερικές γυναίκες από το χωριό μου που πηγαίναμε μαζί στο Αγρίνιο με τα πόδια, πεζοπορία τότε, μάζεψαν ξύλα και τα άφησαν στη θέση αυτή. Όταν τους ρώτησα γιατί το κάνουν αυτό μαζεύουν ξυλά και τα αφήνουν στην θέση αυτή, δεν ήξεραν να μου πουν, μου είπαν μόνον ότι είναι έθιμο. Κατάλαβα όμως ότι κάτι συμβαίνει και έπρεπε να το μάθω και το έμαθα από κάποιον ιεροκήρυκα Σωφρόνιο Παπακιακού. Στη θέση αυτή της «Γριάς φούρνος» είχε γίνει το εξής περιστατικόν.
Εις στην σημερινήν τοποθεσία «Παναγούλα» Περιφέρεια Σκουτεράς υπήρχε μικρόν μοναστήρι υπονόματι της Παναγίας μας και το μοναστήρι ήταν γυναικείο και είχε καλόγριες. Δεν ξέρουμε όμως πόσες. Στο μοναστήρι αυτό πήγαιναν οι κλέφτες και λειτουργούνταν και έπαιρναν και ψωμί και καθώς αποδεικνύεται και οι καλόγριες γνώριζαν το λημέρι των κλεφτών. Ξαφνικά όμως κάποια εποχή οι Τούρκοι κύκλωσαν το μοναστήρι και έπιασαν μια καλόγρια και αφού την βασάνισαν ίσως η καλόγρια πρόδωσε το λημέρι των κλεφτών. Τότε οι Τούρκοι κύκλωσαν το λημέρι χτύπησαν τους κλέφτες και σκοτώθηκαν πολλοί κλέφτες, όσοι δε γλίτωσαν πήραν την καλόγρια αυτή και την έκαψαν στη θέση αυτή «Γριάς Φούρνος» ζωντανή και άφησαν εντολή οι κλέφτες όπως οι διερχόμενοι να αφήνουν ξύλα ως ανάθεμα δια το κακό που έκανε η καλόγρια εκείνη.
Κατά την εποχή της τουρκοκρατίας η περιφέρεια ήτον η εξής, η έδρα του Τούρκου διοικητού ήταν στο σήμερον «Ελληνικόν» και το σημερινό χωριό της Σκουτεράς δεν υπήρχε. Το χωριό της Σκουτεράς ήταν η Παλιοσκουτερά όπως λέγεται και υπάρχει σήμερα και πολλά κτίρια υπήρχαν και υπάρχουν σήμερα ακόμη εκεί. Ο δρόμος από Παλιοσκουτερά ακολουθούσε τις θέσεις «Φαγκρί, Χάραμα, Αγριλιά, Πετράλωνα, Δρακότρυπα, Τουρκομνήματα, Σάντο» και διακλάδωσην αριστερά προς Κερασιά – Καστανούλα - Καταβόθρα Ευρυτανίας {Καταβόθρα είναι η παλαιά Κορίκιστα (λέξη Σλάβικη)} και δεξιά Παλιόχτρα, Παλιοχωράκι, Παλιοχώρι και Πλοκοπάρι.
Η περιφέρεια αυτή ήκμαζε κάποτε την εποχή της τουρκοκρατίας όπου οι Έλληνες έβρισκαν ανάπαυσιν και παρηγοριά και διοργάνωναν με κάθε προσπάθεια την εθνική εξέγερση, και είναι θαύμα πως επί 400 χρόνια σκλαβιάς διατήρησαν την γνώση και την θρησκεία των και τα ιδανικά των Ελλήνων που όλος ο πολιτισμένος κόσμος θαυμάζει και μετά θαυμασμού προφέρει την λέξη «Έλληνες».
Καιρός να γράψουμε και λίγα λόγια για το «Πλοκοπάρι». Δια την ονομασίαν «Πλοκοπάρι» υπάρχουν δυο εκδοχές, η μεν πρώτη που η τοποθεσία ήταν ολόγυρα σαν πλοκός δηλαδή φράχτη πλοκοτή ολόγυρα και η άλλη είναι ότι ήταν πολλά κήπια (πολυκηπάριον). Και η δεύτερη εκδοχή η οποία είναι και η πιθανότερη διότι μικρά είναι η καλλιεργούμενη έκταση και μόνο δια κήπους ήταν. Εκεί στο «Πλοκοπάρι» ήταν και μικρή εκκλησία υπ’ ονόματος της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που σήμερα έχει καταστραφεί.
Εκεί λοιπόν στο «Πλοκοπάρι» ήταν η ελληνική λεβεντιά. Είχαν δε και κατά την αφήγηση σπίτια καλά της τότε εποχής και πολύ κτηνοτροφία και όλη η περιοχή ήταν γεμάτη σφρίγος και ζωή. Δεν έλειψαν όμως και στην περιοχή αυτήν τα γεγονότα με των κλεφτών και των Τούρκων που αιφνιδίαζαν τους Έλληνες έκαναν λεηλασίες, έπαιρναν σκλάβους, βίαζαν γυναίκες και πολλά έκαναν καθώς μας λέει και το στιχάκι αυτό του Δημοτικού Τραγουδιού : «Πάνω εκεί στα έλατα ψηλά στα κατάραχα που κάθεται η Γιωργάκενα με τα πολλά στολίδια στο ένα χέρι το σπαθί και στο άλλο το τουφέκι και στα παιδιά της φώναζε και στα παιδιά της λέγει, πιάστε το Βαθυδιάσελο τους Τούρκους πολεμάτε μου πήραν το καμάρι μου πήραν τον Γιωργάκη».
Πρέπει να πούμε και λίγα όσον γνωρίζουμε δια τον «Πλάτανον Περιβολάρια», όπου κατά την εποχή της τουρκοκρατίας η περιφέρεια αυτή του «Πλατάνου» ήκμαζε. Την περιφέρεια «Πλατάνου» την τότε εποχή την κατοικούσαν οι Χαβελαίοι που και σήμερα ακόμη λέγεται Χαβελαίϊκο Αλώνι και από ότι γνωρίζουμε άλλοι κάτοικοι ήταν ο Χρυσικός ο Νικάκης, ο Σκαρώνης και ποιο κήθε ο Λαγός ο Σπαθούλας, ο Περιβολάρης ο Κακούρης, ίσως και άλλοι. Είχαν και την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου που είχε κτισθεί το 1669 περίπου καθώς φαίνεται και από μια πλάκα που υπάρχει πάνω από την δυτική πόρτα του υπάρχοντος σήμερον εξωκλησιού. Εκεί εγένετο πανήγυρης στις δυο Μαΐου.
Διηγούνται δε ότι στον «Πλάτανο» υπήρχε ένας ιερεύς παπάς που είχε 18 παιδιά όλα αρσενικά και όταν κάποτε πήγε το τούρκικο απόσπασμα στο σπίτι του παπά είδαν 18 τουφέκια καριοφίλια κρεμασμένα.Ο αποσματάρχης είπε τότε στον παπά ότι έχει κλέφτες και ο παπάς είπε τα άρματα είναι των παιδιών μου και το βράδυ όταν τα παιδιά του παπά γύρισαν στο σπίτι από την εργασία τους πείστηκε ο Τούρκος ότι ήταν παιδιά του.
Η περιφέρεια μας κοντά στο 1790 ή 1800 υπήχθη υπό την διοίκηση του Αλή-πασά των Ιωαννίνων και πολύ αίμα χύθηκε τότε επί της εποχής του Αλή-πασά. Ο Κατσαντώνης πιάστηκε και πολλοί Έλληνες πλήρωσαν με την ζωή τους την θηριωδία του Αλή-πασά. Καθώς διηγούνταν στο διπλανό χωριό την Κερασιά, ήταν ένας ιερεύς παπάς που ήταν αντιπρόσωπος του Αλή-πασά στην περιφέρεια μας όπου ο παπάς αυτός πολλούς εγλύτωσε από την κρεμάλα των Τούρκων, αλλά δια της αυθαιρεσίας του τον σκότωσαν οι κλέφτες.
Όλοι οι κάτοικοι και οι κλέφτες ένιωσαν ότι αν δεν διώξουν τον Τούρκο διοικητή από την Σκουτερά δεν θα ησυχάσουν και έβαλαν στόχο να το πραγματοποιήσουν αυτό και το πρώτο ήταν να σκοτώσουν τον τούρκο διοικητή. Ανέλαβε την αποστολή αυτήν ένας κλεφτής που το όνομα του δεν το γνωρίζουμε.
Κατά το σχέδιο οι κλέφτες θα ήταν κρυμμένοι στο Μοναστήρι της Λυκούρεσσης, την Παλιοσκουτερά και Σκάλα καθώς και σε άλλες θέσεις. Το σύνθημα ήταν όταν ακούσουν το ντουφέκι που θα σκότωνε τον πασά θα χτυπούσε η καμπάνα που είχαν συμφωνήσει και όλοι οι κλέφτες θα ρίχνονταν κατά του διοικητηρίου για να σκοτώσουν τους Τούρκους.
Ο κλέφτης αυτός αφού πήγε απέναντι από το μπαλκόνι του Διοικητηρίου χώθηκε καλά μέσα στα σκουπίδια και χαμόκλαδα κάθισε εκεί δυο ημερονύχτια. Την τρίτη ημέρα ο Τούρκος Διοικητής βγήκε στο μπαλκόνι και με μια τουφεκιά τον σκότωσε. Αμέσως οι κλέφτες άρχισαν τις τουφεκιές από όλα τα σημεία και οι Τούρκοι πανικόβλητοι έφευγαν για το Αγρίνιο, Ζαπάντι. Έπιασαν και μερικούς αιχμάλωτους Τούρκους τους έδωσαν το πτώμα του διοικητού, τους άφησαν να φύγουν και τους είπαν να μην ξαναπατήσουν εδώ και δεν ξαναπάτησαν. Ο τόπος ξανάσανε και από την μεριά τούτη δεν ξανάρθανε οι Τούρκοι.
Μετά από λίγον καιρό ίσως τον άλλο χρόνο, οι Τούρκοι έκαμαν και άλλη απόπειρα για να εξοντώσουν το «Πλοκοπάρι» που ήταν το ορμητήριο των κλεφτών. Ξεκίνησαν δυο τμήματα το ένα από την Παραβόλα, Περιστέρι (παλαιά «Λιγόστιανα»), απάνω Προσήλια (σημερινή Αγία Βαρβάρα ), Ζελίχοβο σημερινή Αγία Παρασκευή και κατευθύνθηκαν δια τις θέσεις «Αρμέρες», «Ίσωμα» προς το «Πλοκοπάρι». Το άλλο τμήμα ξεκίνησε από «Αχόμαυρο» σημερινή «Κυραβγένα» με κατεύθυνση προς «Πλοκοπάρι» από το χωριό Λαμπίρη. Αλλά οι βιγλάτορες από την «Σκάλα» του «Πλοκοπαρίου» καθώς και από την θέση «Κριμενίτσα» έδωσαν σήμα ότι έρχονται Τούρκοι και αμέσως οι κλέφτες κατάρτισαν 3 τμήματα.
Το ένα δια μέσω της «Γερακούλας» να χτυπήσει τους Τούρκους που πήγαιναν από την Αγία Παρασκευή προς «Πλοκοπάρι» όπως και έγινε. Έγινε μάχη στη θέση «Τέλος» οι Τούρκοι έπαθαν πανωλεθρία εκεί σκοτώθηκε ο κλέφτης Καραμιχάλης και σήμερα ακόμη λέγεται στου «Καραμιχάλη». Το άλλο τμήμα των Τούρκων που πήγε από την «Κυραβγένα» προχώρησε προς Στριγονιά και ο βιγλάτορας της Λαμπίρη δεν πρόσεξε και οι Τούρκοι μπήκαν στην Λαμπίρη έξαφνα και άρχισαν να σφάζουν αδιακρίτως. Όσοι μπόρεσαν έφυγαν, από όσους έπιασαν μόνο δυο μονάχα γλίτωσαν ο παπα-Ευθύμιος και ένας που του είχαν κόψει το αυτί.
Από αυτούς που έφευγαν προς τη θέση «Χονδρού» γκρεμίστηκε και σκοτώθηκε και μια κοπέλα που λεγόταν Νίτσα δηλαδή Ελενίτσα και σήμερα ακόμη η τοποθεσία λέγεται «Κριμενίτσα». Ακολούθως οι Τούρκοι προχώρησαν δια το «Βαθύ Διάσελο» – «Μεγάλη Βρύση» δια να πάνε στην Καταβόθρα αλλά στην θέση «Πόλεμος» που είναι βορείως της «Μεγάλης Βρύσης» έγινε μάχη και δεν μπόρεσαν να πάνε στην Καταβόθρα. Γύρισαν προς τον Προυσσό και στην θέση «Σταυρός» τους είχαν καρτέρι οι κλέφτες που φύλαγαν το Μοναστήρι του Προυσσού και τους εξολόθρευσαν. Πολλοί λίγοι Τούρκοι γλίτωσαν και κατέβηκαν στην Προστοβά. Κατά την διήγησιν πολλών γερόντων ήταν και η τελευταία εξόρμησης των Τούρκων προ της επανάστασης του 1821.
Είναι γεγονός ότι έχουν γίνει πολλά γεγονότα προ της επαναστάσεως αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία και δια το λόγο αυτόν μένουν στην αφάνεια. Εκοποιάσαμε πολύ και κάναμε πολλά χρόνια να συλλέξουμε τις πληροφορίες, να τις διασταυρώσουμε και να γράψουμε αυτά που γράφτηκαν προ της επαναστάσεως. Τώρα θα γράψουμε τα συμβάντα στην περιφέρεια μας κατά την περίοδο της επαναστάσεως καθώς και μετέπειτα.
Α΄ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΝ 1821
Μόλις κηρύχθηκε η επανάσταση στην Πελοπόννησο αρματωλός του Βλοχού ήταν ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος άνδρας άριστος και μορφωμένος, πρότερων ταγματάρχης του Αγγλικού στρατού στα Επτάνησα. Συνεννοήθηκε με τους κλέφτες και αρματολούς της περιφέρειας και άρχισαν να πολιορκούν το Αγρίνιο και σιγά-σιγά να το περισφίγγουν και έτσι κατά τον Ιούνιο μήνα περίπου του 1821 μπήκαν στο Αγρίνιο και άρχισαν το τουφεκίδι. Οι Τούρκοι πανικόβλητοι άρχισαν να φεύγουν.
Μια ομάδα από Τούρκους ήθελαν να πάνε δια το Θέρμο και τους πήρε κάποιος ονόματι Κοκόνης και τους οδήγησε δια μέσω Βελάουστας σημερινό Πυργί, Σκουτεσιάδα, Μαλευρό, Κερασιά, Καστανόρεμα και προσέλαβαν τους Έλληνες που ήταν στο «Πλοκοπάρι» από τις πλάτες. Είχαν όμως και σκοπό «βιγλάτορα» ή «καραούλι». Την εποχή όμως αυτή οι Έλληνες που κατοικούσαν στο «Πλοκοπάρι» δούλευαν στο χωριό Σιτόμενα. Ήταν η εποχή της σποράς του καλαμποκιού. Οι Τούρκοι υπό την καθοδήγηση του Κοκόνη τους προσέβαλαν από τις πλάτες, έπιασαν τον σκοπό που λέγονταν Χειλάρας, τον σκότωσαν και μπήκαν στο «Πλοκοπάρι». Ανενόχλητοι πήραν όσα γιδοπρόβατα βρήκαν, τα παιδιά όμως κρύφθηκαν και δεν τα βρήκαν.
Βρήκαν όμως μια κοπέλα 12 περίπου ετών με τα δύο της αδέρφια 3 και 4 ετών περίπου την κοπέλα την λέγανε Ρίνα, δηλαδή Ειρήνη. Οι Τούρκοι πήραν ότι βρήκαν τα γιδοπρόβατα κλπ και την Ρίνα με τα αδέρφια της και το βράδυ της ίδιας ημέρας έφθασαν στην Βασιλικούλα, θέση που είναι πάνω από το σημερινό χωριό Αγία Βαρβάρα που τότε λέγονταν άνω Προσήλια και μετά «Λυκοχώρι» και σήμερα Αγία Βαρβάρα ( «Λυκοχώρι» ονομάζετο όχι ότι ήταν λύκοι στο χωριό αλλά λόγω της θέσεως του επρώτευσεν στο λυκόφως της αυγής και από αυτό ονομάσθει «Λυκοχώρι» και όχι ως μερικοί παρεξήγησαν την λέξη). Οι Τούρκοι όπως ήταν κουρασμένοι διότι την αυτήν ήξεραν ξεκίνησαν από το Αγρίνιο – Φραγκόσκαλα – Πλοκοπάρι και Βασιλικούλα απόσταση περίπου 80 χιλιομέτρων έπεσαν και κοιμήθηκαν και ροχάλιζαν πολύ. Μαζί με τους Τούρκους κοιμούνταν και η Ρίνα με τα μικρά της αδέρφια (που δεν ξέρουμε τα ονόματα τους). Είπε πολλές φορές η Ρίνα στα αδέρφια της να τα πάρει, να φύγουν είναι Τούρκοι και τα μικρά έλεγαν όχι είναι βλάχοι. Αφού τα παρακάλεσε πολύ κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τα πάρει, δεν ήθελαν έτσι η Ρίνα τα κοίμισε και έφυγε. Όταν βγήκε σε απόσταση από τους Τούρκους, τα παιδιά ξύπνησαν, φώναζαν και έκλαιγαν και οι Τούρκοι φώναζαν «κλαίνε τα παιδιά σου Ρίνα», αλλά η Ρίνα έφυγε και από τόπον εις τόπον έφθασαν στο «Πλοκοπάρι» και διηγήθηκε τα συμβάντα.
Οι κάτοικοι του «Πλοκοπαρίου» όταν το βράδυ πήγαν στο «Πλοκοπάρι» δεν βρήκαν τίποτε. Τα σπίτια τους καμένα, τα γιδοπρόβατα τους παρμένα, μόνο λίγα τραγιά που ήταν στο «Κόκκινο στεφάνι» δεν μπόρεσαν οι Τούρκοι να τα πάρουν. Με το τουφέκι σκότωσαν δυο τραγιά τα έψησαν και πήγαν στην εκκλησία και ορκίστηκαν εκδίκηση.
Μετά τα γεγονότα αυτά οι άνδρες προχώρησαν στην επαναστατημένη πατρίδα, άλλοι πήγαν στο σώμα του Καραϊσκάκη και άλλοι στο σώμα του Αλεξάκη Βλαχόπουλου.
Β΄ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΝ 1821
Στον συγκροτηθέντα στρατό της επαναστατημένης Ελλάδος, από τα Σιτόμενα ήταν ένας Ντόκας ονόματι Σπυρίδων, από την Αγία Παρασκευή (Παλαιόν Ζελίχοβον) ήταν ένας Ξυγγάς και δυο Αναστασοπουλαίοι ο Θεόδωρος και ο Αναγνώτης Αναστασόπουλος.
Πρέπει να γράψουμε ότι η εκκλησία μας ο ενοριακός Ναός τιμάται υπ’ ονόματι Κοίμησης της Θεοτόκου κατά δε την εποχή εκείνη ήτον μετόχιο της ιεράς μόνης Προυσσού, και την Δευτέρα του Πάσχα έρχονταν ο ηγούμενος και ιεροργούσεν και οι τότε κάτοικοι πανηγύριζαν την Δευτέρα του Πάσχα. Μετά δε που τα Σιτόμενα έγιναν ενορία δεν ερχόταν ο ηγούμενος αλλά το πανηγύρι παρέμεινε και επί των ημερών μου μέχρι το 1960 περίπου, ώσπου το πανηγύρι μεταφέρθηκε την 15ην Αυγούστου όπου είναι και η Κοίμησης της Θεοτόκου. Πολλοί όμως ιδίως γριές την εκκλησία μας την λένε «Αγία Δευτέρα».
Αμέσως δε μετά την απελευθέρωση ίσως επί της εποχής του Κυβερνήτου Ι. Καποδίστρια ή του Όθωνος, στα Σιτόμενα έγινε Δημαρχείον και εστεγάζετο εις την θέση «Σαΐτες» περιφέρεια Σιτομένων εις την οικία του Χαλβαντζή που προσφάτως κατεδαφίσθει. Πρώτος Δήμαρχος ήτον κάποιος Δημητριάδης γαμπρός του άλλοτε κοτζάμπαση Μπαρλίκα. Το Δημαρχείον είχαν και μικρή δύναμη στρατού και ο στρατός αυτός διοικούνταν από τον εκάστοτε Δήμαρχον. Το Δημαρχείον είχε τότε υπό την Διοίκηση του τα χωριά Σιτόμενα, Κερασιά, Σκουτερά, Σκουτεσιάδα, Αγία Παρασκευή («Ζελίχοβο»), κάτω Προσήλια, άνω Προσήλια (μετέπειτα «Λυκοχώριον» και σήμερον Αγία Βαρβάρα ) και καθώς πηγαίνει το ρέμα σκαλάδα μέχρι την λίμνη Τριχωνίδα και ποταμόν Ερμίτσα. Δεδομένου ότι το Καινούριο δεν υπήρχε τότε διότι ο Αντέμ πασάς εξωμότης Έλληνας την περιφέρεια Καινουρίου την είχε δική του, αλλά κατά την επανάσταση ή έφυγε ή τον σκότωσαν και μετά το 1840 άρχισε να κατοικείται το Καινούριο.
Το δε Παναιτώλιο ούτε και αυτό υπήρχε διότι ο Μουσταφάς με το χαϊδευτικόν «Μουσταφούλης» ήτον και αυτός εξωμότης Έλληνας και είχε όλην την έκτασιν δικήν του. Διηγούνται δε και το κατωτέρω περιστατικόν. Ο Μουσταφούλης είχε κόρη και την πάντρεψε με τον Ντούς Αγά εξωμότην και αυτός του έδωσε ως προίκα να παίρνει ένα κεραμιδί νερό από το ποτάμι την Ερμίτσα να ποτίζει τα χωράφια του ο Ντούς Αγάς και σήμερα η περιφέρεια αυτή λέγεται με την παραφθορά «Ντούτσικα». Αλλά και ο Μουσταφούλης και ο Ντούς Αγάς είχαν την ίδια τύχη με τον Αντέμ Πασά του Καινουρίου, η επανάσταση τους σάρωσε όλους.
Είναι γεγονός ότι μόλις έγινε η απελευθέρωση πολλά πανηγύρια έγιναν τότε εδώ στην ορεινή Τριχωνίδα που τα πανηγύρια αυτά παρέμειναν και μετέπειτα πολλά χρόνια μέχρι των ημερών μου. Πρέπει να σημειώσουμε ότι στα πανηγύρια εκείνα πρώτον ήτον το θρησκευτικό καθήκον που με πολύ ευλάβεια είχαν οι τότε χριστιανοί. Το αξιοσημείωτο όμως είναι ότι την ημέρα της πανήγυρης συναθροίζονταν στην εκκλησία και μετά την θείαν λειτουργία χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον και όσοι ήταν μαλωμένοι αυτήν την ημέρα χαιρετιόνταν και οι έχθρες έσβηναν την αυτήν ημέραν και γενικά ήταν η ημέρα της αγάπης πάντες σαν αδελφοί. Το χορό θα τον άρχιζε ο Δήμαρχος ή ο Παπάς της ενορίας ή ο Πάρεδρος του χωριού. Δια τον Πάρεδρο του χωριού θα γράψουμε στην συνέχεια κατωτέρω.
Το μεσημέρι έστρωναν χάμω γύρω από την εκκλησία, τα τραπέζια τις «τάβλες» όπως τις λέγανε, συνεχόμενες κατά κλίκες. Τα φαγητά ήταν ψωμί σιταρένιο φτιαγμένο επίτηδες δια το πανηγύρι πίτες, ψητό κρέας, και λοιπά φαγώσιμα. Την τοποθεσία που θα έστρωναν τα τραπέζια τους έφτιαχναν από πρωτύτερα οι χωριανοί.
Μόλις έτρωγαν άρχιζε το τραγούδι, πρώτα θα έλεγαν ο Παπάς της ενορίας αν ήταν άγιος ο Ναός που γίνονταν το πανηγύρι έλεγε το απολυτίκιον του Αγίου και αν ο Ναός ήταν της Θεοτόκου έλεγε το απολυτίκιον «την ωραιότητα της Παρθενίας σου» και μετά από αυτό το επιτραπέζιο «σε τούτη Ντάβλα πού’μαστε σε τούτο το τραπέζι, τον άγγελο φιλεύαμε και τον Χριστό κερνάμε και την παρθένα Δέσποινα όλοι την προσκυνάμε, να μας χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου».
Στα πανηγύρια αυτά εξαιρετικής τιμής ήταν οι ξένοι από τα γύρω χωριά ή και από μακριά ακόμη, τους υποδέχονταν με αγάπη και καλοσύνη. Αφού τραγουδούσαν το απόγευμα πιάνανε πάλι το χορό μέχρι την νύχτα και μετά πήγαιναν στα σπίτια τους με μουσαφεραίους και εκεί γλεντούσαν όλη νύχτα μέσα σε κλίμα πραγματικής αδελφικής αγάπης και φιλίας. Κάθε χωριό θα έκανε δύο ή τρία πανηγύρια τον χρόνο.
Τα πανηγύρια αυτά τα είχαν διοργανώσει προ της επαναστάσεως οι κοτζαμπάσηδες με τους κληρικούς και σε αυτό οφείλεται η εθνεγερσία, που με το πρόσχημα ότι πάνε στο πανηγύρι του τάδε χωριού, συναθροίζονταν οι προύχοντες–καπεταναίοι και συνεννοούνταν και έφτιαχναν τους καταλόγους επιστρατεύσεως.
ΠΕΡΙ ΔΗΜΑΡΧΟΥ
Μετά την απελευθέρωσιν ο Δήμαρχος της περιφέρειας καλούσε τους παρέδρους των χωριών που υπάγονταν στην Δημαρχία και διοργάνωναν τα πανηγύρια αυτά.
Τι ήταν όμως οι πάρεδροι;
Όπως προείπαμε ότι ο Δήμαρχος διοικούσε Περιφέρεια μέχρι 10 περίπου χωριά. Στο κάθε χωριό διορίζονταν και ένας πάρεδρος ο οποίος έκανε καθήκοντα των σημερινών Κοινοταρχών και ήταν το συμβούλιο του Δημάρχου. Περί της τάξεως στα πανηγύρια εγένετο ως κάτωθι. Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας οι υπηρέτες της τάξεως ήταν οι αρματωλοί μετά δε της απελευθερώσεως την υπηρεσία αυτήν ανέλαβαν οι Δήμαρχοι σε συνεννόηση με τους Πάρεδρους και τους Ιερείς πήγαιναν στρατιώτες δια την τήρηση της τάξεως.
Οι Δήμαρχοι τότε ήταν οι μικροί ηγεμόνες του τόπου εισέπρατταν τους φόρους που ο κυριότερος φόρος ήταν η 10η, δηλαδή το 10% επί της παραγωγής, στην κτηνοτροφία ήταν ο φόρος κατά κεφαλήν ζώου (ιπποειδούς, βοοειδούς και αιγοπροβάτου).
Είναι γεγονός ότι η ότι η είσπραξη των φορών εγένετο με πολύ βία και πολλάκις ελάμβαναν χωράν, συμπλοκαί μεταξύ των φορολογούμενων και των εισπρακτόρων, όπου πολλά διηγούνταν οι γέροντες δια την βίαια είσπραξιν των φόρων. Εις την θέση «Νίκα το Αλώνι» περιφέρειαν Κερασιάς έγινε και το εξής περιστατικό. Ο ονόματι Νίκας είχε μαζέψει το καλαμπόκι του στο αλώνι του, το ξεφλούδισε, το στούμπισε και περίμενε τον φορατζή τον εισπράκτορα που όμως έκανε πολλές ημέρες να έρθει. Έπιασαν δε βροχές και αναγκάσθηκε να πάει το καλαμπόκι στο αμπρί του και όταν ήρθε ο φορατζής μάλωσαν πολύ που πήρε το καλαμπόκι από το αλώνι και ο Νίκας σκότωσε τον φορατζή.
Ο Δήμαρχος τότε είχε και την δικαστική εξουσία στην περιφέρειαν που διοικούσε. Είναι γεγονός τι πολλοί από τους Δημάρχους ήταν αλαζόνες και πολλές φορές εκδικητικοί και άδικοι. Επειδή ήταν ισόβιοι άρχοντες διοριζόμενοι από την κυβέρνηση που ήταν μοναρχία μέχρι που η Ελλάδα έγινε συνταγματική μοναρχία, φρόντιζαν με κάθε τρόπο να εξοντώνουν τους αντιπάλους τους καθώς λέει και το παρακάτω δημοτικό τραγούδι όταν ο Δήμαρχος με δόλιο τρόπο εξολόθρευσε τους αντιπάλους του: «Πολλά ντουφέκια πέφτουνε και φοβερά βροντάνε μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι, μήτε σε γάμο πέφτουνε μήτε σε πανηγύρι. Τους Ντόϊνες βαρέσανε κουμπάρους του Δημάρχου και ο Ντόϊνας φώναζε και ο γερο Ντόϊνας λέγει και εσύ κουμπάρα Γιώργαινα κουμπάρα Δημαρχίνα το λαδί πόρξα στα παιδιά σου να ανάψει να τα κάψει». Και το κατωτέρω που δείχνει το μίσος κατά του Δημάρχου: «Αν είσαι και αν δεν είσαι του Δήμαρχου αδελφή εγώ θα σε φιλήσω και ας πάω στη φυλακή».
Τώρα ας επανέρθουμε στο Δημαρχείον Σιτομένων. Δεν γνωρίζομεν πότε έφυγε το Δημαρχείον από τις «Σαΐτες» των Σιτομένων και εγκαταστάθηκε στα Μπαρλικεϊκα στο σπίτι που και σήμερα λέγεται ακόμη το σπίτι του Σπύρου Μπαρλίκα που πωλήθηκε και το αγόρασε ο Νικόλαος Σταμούλης.
Τα Μπαρλικεϊκα ήταν και είναι συνοικισμός των Σιτομενων. Αρχικώς την εποχή εκείνη που ήταν Δημαρχείον στα Μπαρλικεϊκα δεν ξέρουμε και πολλά πράγματα μόνον μερικά περιστατικά τα οποία είναι γεγονότα αναμφισβήτητα. Καθώς γράψαμε η αλαζονεία των διοικούντων Δημάρχων και η απολυταρχία των και ο βάναυσος τρόπος που εφέροντο οι διοικούντες τότε ανάγκασε πολλούς θερμόαιμους να γίνουν πάλι κλεφτές. Ένας από αυτούς ήταν και ο λεγόμενος Κιάφας με συμμορία πολλών ελημένοντο την περιοχή. Οι κλέφτες αυτοί ονομάζονταν πλιατσικατσίδες ή ληστές και όχι σαν τους κλεφτές επί τουρκοκρατίας. Οι κλέφτες αυτοί υπό την αρχηγία του Κιάφα και του Παπούλια πήραν έναν Μπαρλίκα αιχμάλωτο για να πάρουν λύτρα και τον τριγυρνούσαν μέρες πολλές γιατί ζητούσαν μεγάλο ποσό λύτρων (εξαγορά).
Ο Μπαρλίκας αυτός σφύραγε με την μύτη και ακούγονταν μακριά και μια μέρα πταρνίστηκε και συνέπεια του πταρνίσματος σφύριξε, τον άκουσαν στα Μπαρλικέϊκα και κατάλαβαν ότι ο Μπαρλίκας ζει. Καθόρισαν και το μέρος που άκουσαν το σφύριγμα και την νύχτα ο λίγος στρατός του Δημάρχου και οι πολίτες κύκλωσαν το μέρος από τα «Παραθύρια» (είναι κάτι βράχια που έχουν σχήμα σαν είδους παραθυριών) στο «Ζελίχοβο» (Αγία Παρασκευή) και σήμερα η τοποθεσία λέγεται «Παραθύρια» και άρχισαν το τουφεκίδι. Οι κλεφτοληστές με τον Μπαρλίκα έφυγαν προς τα κάτω προς την σημερινή θέση «Βαρκούλια» από όπου περνάει κάποιος χείμαρρος από την «Γερακούλα» το βουνό και από επάνω από τα «Βαρκούλια» υπάρχει μια κατακόρυφη υδατόπτωση 25 μέτρων περίπου.
Όταν έφθασαν οι ληστές εκεί και τους τουφεκούσαν γύρωθεν, τραυμάτισαν τον Μπαρλίκα και πήδησαν κάτω όλοι. Τότε οι στρατιώτες με τους Μπαρλικαίους πήραν τον Μπαρλίκα τραυματισμένο και τον έφεραν στα Μπαρλικέϊκα στο σπίτι του. Φώναξαν στους ληστές « τον Μπαρλίκα τον πήραμε» και οι ληστές απάντησαν « όπου και να τον πάτε θα τον πάρουμε πάλι».
Σε λίγο ο Κιάφας πέθανε διότι στο πήδημα χτύπησε στο στήθος του. Πήγαν όμως δυο ληστές και έπιασαν στη θέση «Κακαβάδες» απέναντι από την γέφυρα «Κακαβά» διότι νόμιζαν ότι θα πήγαιναν τον τραυματισμένο Μπαρλίκα στον γιατρό. Ο Μπαρλίκας όμως δεν πήγε στο γιατρό στο Αγρίνιο όπως νόμιζαν οι ληστές αλλά έστειλε κάποιον Τεσερέγγο από τα Μπαρλικεϊκα. Φθάνοντας ο Τεσερέγγος στον «Κακαβά» παρουσιάστηκαν δυο κλέφτες που δεν τους γνώριζε βέβαια και τον ρώτησαν που πηγαίνει, και τους είπε ότι πηγαίνει να πάρει φάρμακα για τον Μπαρλίκα. Οι κλέφτες τότε τον σκότωσαν το Τεσερέγγο και σήμερα λέγεται του «Τεσερέγγου». Ο Μπαρλίκας όμως επέζησε και έγινε καλά.
Μετά δε από λιγον καιρό οι ληστές υπό την αρχηγία του Παπούλια, διότι ο Κιάφας είχε πεθάνει, επιχείρησαν και πάλι να πάρουν τον Μπαρλίκα για εξαγορά αλλά δεν το κατόρθωσαν και τους πήραν στο κυνηγητό και έφυγαν προς την θέση «Λουγγά» που σμίγουν η Ερμίτσα με τον παραπόταμον Αγίας Παρασκευής. Κατά την συμπλοκή δια να απαγάγουν τον Μπαρλίκα που δεν μπόρεσαν, τραυματίστηκε και ένας ληστής στο πόδι. Στη «Λουγγά» κατοικούσε και άλλος Τεσερέγγος διότι οι Τεσερεγγαίοι ήταν πολλά αδέλφια και καθώς έφευγαν οι ληστές ο Τεσερέγγος ήταν πάνω σε μια συκιά και φθάνοντας οι ληστές με μια τουφεκιά τον σκότωσαν.
Εκεί καθώς είπε η γυναίκα του σκοτωμένου Τεσερέγγου μάλωσαν μεταξύ τους, γιατί να σκοτώσουν άδικα. Αφού σκότωσαν τον Τεσερέγγο λεηλάτησαν το σπίτι του και αποφάσισαν να περάσουν από την θέση «Κούτσουρο» και στη συνέχεια μέσω του δάσους να πάνε στην θέση «Πλάτη» περιφέρεια Πεντάκορφου που είχαν το καταφύγιο τους. Αδελφός δε του σκοτωθέντος Τεσερέγγου άκουσε το τουφέκι στην «Λουγγά» και κατάλαβε ότι σκότωσαν τον αδερφό του. Άρπαξε το καριοφίλι του, φεύγει για την «Ψιλή Κορυφή»,στην θέση «Πεντανέμη» βρίσκει τον τραυματισμένο ληστή, τον σκοτώνει και συνεχίζει για την «Ψιλή Κορυφή». Μόλις έφτασε ο Τεσερέγγος στην «Ψιλή Κορυφή» απείχε από το διάσελο περίπου 300 μέτρα. Ο Παπούλιας μόλις θα περνούσε το διάσελο ο Τεσερέγγος του φώναξε «Παπούλια τα παλικάρια πολεμούν» και ο Παπούλιας πριν προφθάσει να ταμπουρωθεί τον σκότωσε ο Τεσερέγγος και σήμερα η θέση αυτή λέγεται «Παππούλη Διάσελο». Κοντά στον Τεσερέγγο ήλθε προς βοήθεια και ένας Ντόκας κάτοικος Σιτομένων που δεν γνωρίζομεν το όνομα του.
Οι κάτοικοι του συνοικισμού Μπαρλικεϊκα είχαν αγοράσει την περιφέρειαν Πλατάνου και τα Περιβολάρια τους. Τις οποίες τοποθεσίες τις είχαν δια βοσκήν των ζωών ιδίως τους μήνες από Νοέμβριο μέχρι Ιούνιο που τα πήγαιναν στα βουνά στις θέσεις «Φτέρη» και «Γερακούλα».Εις την θέση Πλάτανος υπάρχει ως προείπαμε εξωκλήσι τιμόμενον υπ΄ ονόματι Αγίου Αθανασίου Πατριάρχου Αλεξάνδρειας, αλλά δια το θέμα αυτό, το εξωκλήσι δηλαδή θα ασχοληθώμεν μετά από λίγο.
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς έφυγεν το Δημαρχείο από τα Μπαρλικεϊκα και εγκαταστάθηκε στο Καινούριον, πρέπει όμως η εγκατάσταση του Δημαρχείου στο Καινούριον (παλαιά «Ντέμη») να έγινε κατά την εποχή που η ελευθέρα Ελλάς έγινε Συνταγματική Βασιλεία και έγιναν οι πρώτες εκλογές δια την ανάδειξη Βουλής και Δημοτικού Συμβουλίου, διότι καθώς μου έλεγε ο πατέρας μου ότι ο παππούς μου ψήφισε στο Καινούριο, Δήμαρχο με σφυρίδια τότε.
Τα σφυρίδια ήταν από μολύβι, μικρά όμως ομοιόμορφα στρογγυλά και το βάρος του κάθε σφυριδίου δεν ξεπερνούσε τα 4 περίπου δράμια τότε, σημερινά 13 περίπου γραμμάρια.
Πως γινονταν οι εκλογες με τα σφυριδια
Έκαστος πάρεδρος κατάρτιζε βάση των κατοίκων του χωριού του κατάστασιν των ανδρών που είχαν ηλικία από 22 ετών και άνω και να είναι υγιείς πνευματικά. Τις καταστάσεις αυτές τις υπόγραφε και ο παπάς της ενορίας και τις παρέδινε στο Δήμαρχο.
Ο Δήμαρχος έκανε έλεγχο στα Μητρώα αρρένων του Δήμου. Τα μητρώα άρχισαν να τηρούνται από το 1841, αλλά για να γίνουν τα μητρώα του Δήμου, ο πρόεδρος μαζί με τον παπά της ενορίας κάθε χρόνο έστελναν στον Δήμαρχο κατάσταση γεννηθέντων το προηγούμενο έτος των αρρένων. Ο Δήμαρχος κατάρτιζε τα μητρώα των αρρένων έκαστου έτους, τούτο δε κράτησε μέχρι την εποχή που έγιναν οι Κοινότητες, επί πρωθυπουργίας του Χαρίλαου Τρικούπη.
Όταν προκηρύχνονταν εκλογές βουλευτικές ή δημοτικές, ας πάρουμε πρώτα τις βουλευτικές, και καταρτίζονταν οι υποψήφιοι, ο Δήμαρχος φρόντιζε δια το κατάστημα ψηφοφορίας, τις κάλπες, τα σφυρίδια και διόριζε και την εφορευτική επιτροπή. Η κάλπη ήταν φτιαγμένη από τσίγκον ή λαμαρίνα φτηνή και ήτον χωρισμένη στα δυο. Προς τα άνω είχεν ένα στόμιο μικρόν που να χωρεί χέρι και πιο κάτω χωρίζονταν σε δυο μέρη και ήταν και βαμμένη κάτω από το στόμιο άσπρο και μαύρο. Κάτωθεν δε των χωρισμάτων, ήταν συρτάρια που κλείδωναν από την εφορευτική επιτροπή.
Στην κάλπη αυτή δίπλα κάθονταν και ο υποψήφιος βουλευτής ή αντιπρόσωπος του. Καθόλην την διάρκεια της εκλογής, σημειώνουμε δε ότι οι κάλπες θα ήταν τόσες όσοι και οι υποψήφιοι βουλευτές της εκλογικής περιφέρειας Έκαστος ψηφοφόρος έμπαινε μέσα και αφού γίνονταν η εξακρίβωση των στοιχείων του βάσει του καταλόγου και των μητρώων αρρένων έπαιρνε ένα σφυρίδιον από την εφορευτική επιτροπή και πήγαινε στην κάλπη. Έβαζε το χέρι μέσα στην κάλπη μέχρι το λαιμό και εκεί έριχνε το σφυρίδιον όπου ήθελε ή στο άσπρο ή στο μαύρο.
Μετά το τέλος της εκλογής που πάντοτε ήταν μετά την δύση του ηλίου, η εφορευτική επιτροπή ξεκλείδωνε και έπαιρναν τα συρτάρια, το μαύρο και το άσπρο χωριστά και εγένετο καταμέτρηση των σφυριδίων. Δηλαδή τόσα άσπρα, τόσα μαύρα. Τα σφυρίδια στο άσπρο ήταν οι σημερινοί προσωπική ψήφος και στο μαύρο έχανε ο υποψήφιος. Επίσης δε ο ψηφοφόρος ήταν υποχρεωμένος να ρίξει σφυρίδια σε όλες τις κάλπες, ένα σφυρίδιον στην κάθε κάλπη ή στο μαύρο ή στο άσπρο. Τα σφυρίδια σε σακούλες χρωμάτων άσπρο και μαύρο έκαστου υποψηφίου παραδίδονταν στην Νομαρχία όπου γινόταν η τελική καταμέτρηση όλης της εκλογικής περιφέρειας του βουλευτού και αν τα άσπρα υπερτερούσαν έβγαινε βουλευτής, αν δε υπερτερούσαν τα μαύρα έχανε ο υποψήφιος.
Κατά την εποχή εκείνη οι υποψήφιοι βουλευτές έκαναν πολλά έξοδα. Την ημέρα της εκλογής και την παραμονή των εκλογών ο βουλευτής, της περιφέρειας που ήταν υποψήφιος ή ο αντιπρόσωπος του έστρωναν μεγάλο τραπέζι με πλούσια φαγητά και κρασί μπόλικο. Μετά το φαγητό αφού μεθούσαν πολύ, περνάνε τον υποψήφιο τον έβαζαν καβάλα σε άσπρο κατά προτίμηση άλογο και τριγυρνούσαν στους δρόμους φωνάζοντας και αλαλάζοντας και πυροβολώντας με τις κουμπούρες που όλοι σχεδόν είχαν, την μπαρούτι την έδιναν οι υποψήφιοι.
Συνέβαινε δε πολλές φορές όπως και σήμερα συμβαίνει, πολλοί έτρωγαν και έπιναν με τον βουλευτή του κόμματος και μετά τον μαύριζαν κιόλας.Αυτά ως προς την εκλογήν βουλευτών.
Δια δε την εκλογήν Δημάρχων γίνονταν τα ίδια με την διαφορά ότι μετά το πέρας της εκλογής μετριόνταν τα μαύρα και τα άσπρα όποιος έπαιρνε περισσότερα άσπρα έβγαινε Δήμαρχος. Αλλά και οι υποψήφιοι Δήμαρχοι έκαναν και αυτοί έξοδα όπως και οι βουλευτές της τότε εποχής.
Όπως και σήμερα έτσι και τότε μεταξύ των κομμάτων υπήρχεν πολιτικό μίσος καθώς και με τους Δημάρχους αλλά το πατριωτικό αίσθημα ήταν βαθιά ριζωμένο στους Έλληνες τότε καθώς και το θρησκευτικόν, η ηθική και ο σεβασμός προς τους μεγαλύτερους αλλά δια αυτά θα ασχοληθούμε εις άλλο κεφαλαίον.
Καιρός να επιστρέψουμε πάλι στα Σιτόμενα και τα Μπαρλικεϊκα και να ασχοληθούμε με αυτά μέχρι το 1970, καθώς και με τα γύρωθεν χωριά Κερασιά, Μαλευρό, Σκουτεσιάδα, Σκουτερά, Αγία Παρασκευή (παλαιόν «Ζελίχοβον») και την Αγια Βαρβάρα (παλαιόν «Λυκοχώριον» και παλιότερα «Άνω Προσήλια») και με την Καταβόθρα Ευρυτανίας (παλαιάν «Κορίτσταν»).
Οι κάτοικοι των Σιτομενων μετά την απελευθέρωση κατέβηκαν στο σημερινό χωριό τα Σιτόμενα και οι Μπαρλικαίοι στην θέση Μπαρλικεϊκα. Οι κάτοικοι Σιτομενων τότε έχτισαν και την εκκλησία που τιμάται υπ΄ ονόματι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου όπως και η εκκλησία που ήταν στο «Πλοκοπάρι». Διατήρησαν και τα εξωκλήσια Προφήτης Ηλίας και Αγία Παρασκευή που και σήμερα διατηρούνται σε καλή κατάσταση.
Οι Μπαρλικαίοι έχτισαν τον Αγ. Ιωάννη στα Μπαρλικεϊκα που τιμάται εν ονόματι των γενεθλίων του Προφήτου Πρόδρομου και Βαπτιστού Ιωάννου, καθώς και τον Άγιον Αθανάσιον στον Πλάτανο. Καθώς προαναφέραμε ότι οι Μπαρλικαίοι διέμεναν στον Πλάτανο Περιβολάρια τους περισσότερους μήνες τον χρόνο.
Περί του Ναού του Αγίου Αθανασίου στον Πλάτανο που υπάρχει και σήμερον το εκκλησάκι αυτό, άνωθεν της δυτικής πόρτας υπάρχει πλάκα που φέρει την ανέγερσιν του,το έτος 1669. Καθώς διηγούνταν ο Αθανάσιος Στάχτιαρης ότι κάποτε ήταν καλή εκκλησία και κατεστράφη κατά την επανάσταση ή πρωτύτερα. Κατά την ανέγερσιν του υπάρχοντος Ναού έγινε και το εξής θαύμα. Κατά το έτος 1870 περίπου ο Αθανάσιος Στάχτιαρης και ο Νικόλαος Μπαρλίκας ή «Βαρελάς», είχαν τα γίδια μαζί και κατά τον μήνα Μάιο τους έλειπαν μερικά και πήγε ο «Βαρελάς» να τα βρει. Ξεκίνησε να πάει στην θέση «Λαγού» και περνούσε από την θέση «Κοτσπούλα» που και σήμερα λέγεται «Κοτσπούλα» βλέπει έναν γέροντα με λευκά γένια και άμφια να τον φωνάζει να πει εκεί. Πήγε εκεί και ο γέροντας τον ρώτησε που πηγαίνει και ο «Βαρελάς» του είπε έχασα μερικά γίδια και πηγαίνω να τα έβρω και ο γέροντας του απάντησε «τα γίδια είναι στο «Σαντλάκι» να πάς να τα βρεις εκεί, αλλά εδώ πιο κάτω η εκκλησία Άγιος Αθανάσιος έπεσε να την φτιάξετε αλλιώς θα καταστραφείτε».
Το παιδί πήγε βρήκε τα γίδια και μετά πήγε στον Αθανάσιο Στάχτιαρη που το είδε ταραγμένο και τον ρώτησε τι συμβαίνει. «Τα βρήκες τα γίδια ;» και ο «Βαρελάς» του απάντησε «τα βρήκα τα γίδια αλλά όταν πήγαινα για τα γίδια στην «Κοτσπούλα» είδα έναν γέροντα με λευκά γένια και πολύχρωμα ρούχα, και μου είπε να φτιάξουμε την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου που έχει πέσει».
Αμέσως ο Στάχτιαρης μαζί με τον «Βαρελά» πήγαν στην θέση «Κοτσπούλα» και δεν βρήκαν κανένα ίχνος, πάτημα ανθρώπου. Μετά πήγαν στην μισογκρεμισμένη εκκλησία του Αγίου Αθανασίου που ήταν η εικόνα του Αγίου και μόλις την είδε ο «Βαρελάς» φώναξε δυνατά «αυτός ήταν».
Κατόπιν τούτου οι Μπαρλικαίοι συναθροίστηκαν όλοι και αποφάσισαν να κάνουν έρανο και να προσφέρουν και προσωπική εργασία οικειοθελώς δια να κτίσουν την εκκλησία του Αγίου Αθανάσιου. Καθώς και έγινε, όλοι με καλή θέληση και χαρά πρόσφεραν και χρήματα και εργασία και σε λίγο καιρό το εκκλησάκι ήταν έτοιμο. Συμφώνησαν τότε όλοι οι Μπαρλικαίοι να κάνουν πανηγύρι στις 2 Μαΐου που είναι η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Αθανασίου και το πανηγύρι άρχισε και διατηρείται και σήμερα ακόμη.
Διηγούνται οι γέροντες Μπαρλικαίοι ότι πολλά θαύματα έχουν γίνει στην περιφέρεια αυτή του Πλατάνου Περιβολάρια από τον Άγιο Αθανάσιο και προσωπικά και γενικά. Ας γράψωμεν μερικά.
Προ ετών ήταν ανομβρία μεγάλη κα δεν μπορούσαν να σπείρουν καλαμπόκια (ξερικά) βέβαια και τα σιτάρια κινδύνευαν να ξεραθούν. Στις 2 Μάιου οι Μπαρλικαίοι όπως πάντα έψησαν και λοιπά φαγητά, μαζεύτηκαν και έκαναν το πανηγύρι. Ήταν ξαστεριά και μόλις τελείωσε η λειτουργία βγήκαν και χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον με χαρά μεγάλη.
Τότε ο χαιρετισμός γίνονταν ως εξής πρώτα χέρι με χέρι και στη συνέχεια φίλημα και οι δυο στις παρέας του προσώπου, φίλημα αγάπης χριστιανικής. Το φίλημα γίνονταν χωριστά οι άνδρες και χωριστά οι γυναίκες. Οι γυναίκες πάλι φιλούσαν το χέρι των ανδρών και των στενών συγγενών τους. Περί του φιλήματος της αγάπης ενθυμούμαι όταν ήμουν μικρό παιδί μαθητής δημοτικού σχολείου την ημέρα του Πάσχα το απόγευμα μετά από την Ανάστασιν «τον εσπερινόν της αγάπης». Οι χωριανοί μόλις έβγαιναν από την εκκλησία φιλιόνταν στις παρέας του προσώπου και έλεγαν «Χριστός ανέστη» έλεγε ο ένας «Αληθώς ανέστη» έλεγε ο άλλος και άλλαζαν φίλημα. Τι ωραίον και συγκινητικόν το θέαμα και ανυπόκριτος η αγάπη των τότε ευτυχισμένων χρόνων της χριστιανοσύνης, που δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχουν αυτά τα αγνά αισθήματα της πραγματικής χριστιανικής αγάπης.
Ας επανέλθουμε επί του θέματος. Καθώς προείπαμε όταν τελείωσε η λειτουργία ήταν ξαστεριά, σε λίγο συννέφιασε και είπαν να στρώσουνε μέσα στην εκκλησία για φαγητό. Τους λέγει τότε ο παπάς «όχι πρώτου φάμε δεν βρέχει» και έστρωσαν στο προαύλιο της εκκλησίας. Αφού έφαγαν και τραγούδησαν τα πατριωτικά τότε τραγούδια έπιασε βροχή και έβρεχε μέχρι το βράδυ και την άλλη ημέρα ξαστεριά.
Ένα περιστατικό είχε συνέβη τότε καθώς το διηγούνταν ο γερο -Αθανάσιος Στάχτιαρης. Όταν οι Μπαρλικαίοι συμφώνησαν να κάνουν έρανο και να εργασθούν οικειοθελώς δια την ανέγερσιν του Ναού τους Αγίου Αθανασίου, ένας ονόματι Τεσερέγγος δεν έδωσε στον έρανο και ούτε εργάσθηκε δια την ανέγερσιν του Ναού. Η γυναίκα τότε του Τεσερέγγου εδημονίσθη, κάλεσαν τότε τον εφημέριον της ενορίας ονόματι Παπα-Σπύρον να διαβάσει στην ασθενή το Τετραβάγγελο όπως συνηθήζετο να λέγεται τότε από τους ευσεβείς χριστιανούς. Το Τετραβάγγελο ήταν τα τέσσερα ευαγγέλια ολόκληρα των τεσσάρων Ευαγγελιστών.
Κατά την εκτέλεση της ιεροτελεστίας αυτής όταν ήταν στο μέσον η διάβαση η ασθενής φώναξε και ήθελε να σηκωθεί επάνω. Δεν την άφησαν όμως, την κράτησαν κάτω κατά προσταγή του Παπα-Σπύρου και η κραυγή σιγά-σιγά λιγόστευε μέχρι που κοιμήθηκε. Κοιμήθηκε δε μια ημέρα και μια νύχτα ολόκληρη και το πρωί που σηκώθηκε τελείως καλά πήγε στο τζάκι άναψε την φωτιά και είπε στον άνδρα της « βλέπεις τι πάθαμε για να μην δώσεις στον έρανο δια τον Άγιο Αθανάσιο, εγώ έγινα ρεζίλι (δηλαδή ντροπιάστηκε) στον κόσμο αλλά δόξα τον Θεό και τον Άγιον Αθανάσιον είμαι καλά τώρα και έχω μια κασέλα και μια οκά κερί γνήσιο, θα τα πάρουμε να τα πάμε στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου». Τα πήγαν και η κασέλα σώζεται μέχρι σήμερα.
Περι τα ηθη και τα εθιμα
των μετα της επαναστασεως χρονων
Μετά την Επανάστασιν τα ήθη ήταν πολύ αγνά αλλά και ωραία. Το θεμέλιον της οικογένειας ήταν ο πατέρας και η μητέρα και πρωτίστον θέμα ήταν που δίδασκαν στα παιδιά τους το πατριωτικόν αίσθημα που πολύ καλλιεργούνταν την εποχή εκείνη. Τα παιδιά ήταν ποτισμένα με το γλυκό νάμα της φιλοπατρίας. Όταν πήγαιναν να υπηρετήσουν την θητεία τους τα παιδιά του χωριού μαζεύονται όλα μαζί σε ένα σπίτι και γλεντούσαν μέχρι το πρωί. Το πρωί όταν ξεκινούσαν τους χαιρετούσαν οι γονείς, τα αδέλφια, οι αδελφές, οι στενοί συγγενείς και πολύ άλλοι και η ευχή που τους έδιναν ήταν «ώρα καλή με δόξα και τιμή». Αυτός που πήγαινε στρατιώτης ήταν πολύ χαρούμενος και υπερήφανος διότι υπηρετούσε την Πατρίδα. Όταν απολύονταν από το στρατό οι γονείς φρόντιζαν να τον παντρέψουν, οι γονείς φρόντιζαν να βρουν καλή και τίμια κοπέλα που έπρεπε να είναι αγνή, καλλονή και με τα γυναικεία χαρίσματα. Πολλά ήταν τα περιστατικά που όταν γυρνούσε το αγόρι από στρατιώτης του ανήγγειλε η μητέρα του το χαρμόσυνο γεγονός « γιε μου την νύφη την βρήκαμε καιρός να παντρευτείς».Το σπουδαιότερο όμως θέμα ήταν ότι μέχρι τα στέφανα οι νεόνυμφοι ήταν παρθένοι και το γάμο τον περίμεναν με πολύ μεγάλη χαρά.
Για τις κοπέλες τα κορίτσια η μητέρα φρόντιζε να τα μάθει να γνέθουν, να πλέκουν, να υφαίνουν, να κεντούν και να έχουν καλούς και ευγενικούς τρόπους. Κάτι που σήμερα δεν υπάρχει, η μητέρα πάντοτε αυστηρή στα κορίτσια της δεν της έδινε «άσπρα δόντια» όπως έλεγαν τότε. Τα κορίτσια είχαν μεγάλη αδυναμία στον πατέρα ή στον μεγαλύτερο αδελφό, σε αυτούς έλεγαν τα μυστικά τους και ότι τους συνέβαινε. Διηγούνται μάλιστα πολλά που συνέβησαν τότε.
Κάποια μητέρα ήθελε να δώσει την κόρη της σε κάποιον που είχε πολλά χωράφια αλλά ήταν άνθρωπος κατωτέρας πνευματικής στάθμης. Η μητέρα της κοπέλας τον έφερε στο σπίτι και αφού κουβέντιασαν για λίγο της κοπέλας δεν της άρεσε καθόλου. Μόλις έφυγε εκείνος της λέγει η μητέρα της «αυτόν θα πάρεις ή το θέλεις ή δεν το θέλεις». Η κοπέλα δεν αντιμίλησε στην μητέρα της. Την άλλη ημέρα που πήγαν στο χωράφι διότι τότε δούλευαν και τα κορίτσια στα χωράφια λέει η κοπέλα στον πατέρα της:« Πατέρα απόψε δεν κοιμήθηκα, έχω μια στεναχώρια μεγάλη». Και ο πατέρας με συγκίνηση της λέγει : «πες κόρη μου τι σου συμβαίνει» και η κόρη με κάθε λεπτομέρεια εξήγησε στον πατέρα της τα όσα συνέβησαν με την μητέρα της. Λέει στον πάτερα της : «εγώ πατέρα αυτόν δεν τον παίρνω δεν κάνει για άνδρας μου, αλλά τι θα γίνει να μην μαλώσεις και εσύ με την μητέρα και να είμαι εγώ η αιτία» της απαντάει ο πατέρας : «μην φοβάσαι κόρη μου θα τα καταφέρω, θέλω όμως να μου πεις ποιο παιδί αγαπάς εδώ στο χωριό, να μου πεις την αλήθεια». Η κοπέλα είπε τότε στον πατέρα της ότι αγαπάει το τάδε παιδί, «καλά θα το πάρεις είναι καλό παιδί αλλά φτωχός» απαντάει ο πατέρας «δεν με ενδιαφέρει» αποκρίνεται η κόρη.
Την άλλη ημέρα ο πατέρας της κοπέλας πήγε στο σπίτι του νέου που ήθελε η κοπέλα και λέγει στο πατέρα του παιδιού « η κοπέλα μου θέλει τον γιο σου, αν συμφωνείς αύριο βράδυ να πάρεις τον γιο σου και όσους συγγενείς θέλεις, να έλθεις στο σπίτι να κουβεντιάσουμε». Αφού πήρε απάντηση από τον πατέρα του παιδιού πήγε σπίτι και χαρούμενος μόλις κάθισαν για βραδινό φαγητό λέγει ο πατέρας «Θα σας πω ένα ευχάριστο νέο, αύριο βράδυ θα έρθει ο τάδε χωριανός δια συνοικέσιον να παντρέψουμε την Αγγελική με τον Χριστόφορο, σήμερα μου το είπαν και τους είπα να έρθουν αύριο βράδυ». Κόκαλο η μητέρα, ούτε λέξη δεν είπε μόνο που ξεροκατάπινε άθελα. Ο πατέρας ρώτησε την Αγγελική « τον θέλεις τον Χριστόφορο;» και αυτή απάντησε «όπως θέλεις εσύ πατέρα» και το συνοικέσιο τελείωσε και παντρεύτηκαν.
Τέτοια περιστατικά ήταν πολλά την εποχή εκείνη και ο γάμος την εποχή εκείνη ήταν το μεγαλύτερο γεγονός και δεν υπήρχε τότε χωρισμός και διαζύγιο.
Μετά την απελευθέρωση τα χωριά της ορεινής Τριχωνίδας άρχισαν να συγκεντρώνονται και να κτίζουν τα σπίτια το ένα κοντά στο άλλο και πάντοτε κοντά στην εκκλησία του χωριού διότι λόγω του φόβου των Τούρκων. Τα σπίτια τα έχτιζαν μέσα στα δάση δυο ή τρεις οικογένειες μαζί και για αυτόν τον λόγο πολλές τοποθεσίες λέγονται και σήμερα ακόμη παλιοχώρι, παλιοχωράκι, παλιάμπελα, παλιόχτρα, παλιάλωνα κλπ.
Τα κυριότερα επαγγέλματα των χωρικών τότε της ορεινής Τριχωνίδας ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία και από αυτά ζούσαν, μαγαζιά και καφενεία δεν υπήρχαν τότε. Οι συναθροίσεις ήταν τις Κυριακές στην εκκλησία του χωριού και είναι γεγονός ότι τις Κυριακές και τις γιορτές οι εκκλησίες γέμιζαν κόσμο. Άνδρες και γυναίκες πάσης ηλικίας και τάξεως στο προάυλειον της εκκλησίας κουβέντιαζαν μέχρι το απόγευμα.
Επίσης δε κατά γειτονιές μαζεύονταν τις χειμωνιάτικες νύχτες οι άνδρες και κουβέντιαζαν πολλές ώρες. Οι δε γυναίκες μαζεύονταν στα φιλικά ή συγγενικά σπίτια και έγνεθαν ή έπλεκαν ή κεντούσαν ή έραβαν, διότι την εποχή εκείνη όλα τα ρούχα γίνονταν με τα χέρια. Έγνεθαν τα μαλλιά ή το βαμβάκι ή το λινάρι καθώς και φλούδες από σπάρτα. Τα ρούχα γίνονταν με μεγάλο κόπο και μόχθο, κάθε οικογένεια είχε τον αργαλειό, τα λανάρια, την ανέμη που μάζευαν το γνεσμένο μαλλί ή βαμβάκι. Από εκεί βγήκε και η λαϊκή παροιμία «γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός θα είσαι την λαμπρή».
Τα φαγητά τους ήταν ότι έβγαζαν τα χωράφια τους σιτάρι ή καλαμπόκι για ψωμί και για φαγητό φασόλια, ρεβίθια, φάκες, μπιζελιά, χαρώνια δηλαδή φασόλια μαυρομάτικα και λαχανικά που γίνονταν άφθονα λόγω της κοπριάς των ζώων και ιδίως των αιγοπροβάτων. Όλοι οι κάτοικοι τότε είχαν κτηνοτροφία και το τυρί, το γάλα και τα γαλακτομικά προϊόντα ήταν πλούσια. Καθώς και το κρέας επειδή τότε δεν υπήρχαν ψυγεία συνεννοούνταν κατά γειτονιές και έσφαζαν και μοιράζονταν το κρέας την μια εβδομάδα ο ένας, την άλλη ο άλλος έτσι γίνονταν.
Εκείνο όμως που έχει μεγάλη σημασία και να τονιστεί ιδιαιτέρως οι θρησκευτικές νηστείες, την μεγάλη Τεσσαρακοστή, το Δεκαπενταύγουστο το σαραντάημερο και την νηστεία όταν ήταν των Αγίων Αποστόλων τις νήστευαν όλες και με χαρά μάλιστα καθώς και τις Τετάρτες και Παρασκευάδες κανείς δεν έτρωγε πασχαλινά δηλαδή κρέας, αυγά, τυρί ή γάλα ή ψάρια ή ότι άλλο αρτύσιμο.
Μεγάλο πανηγύρι γίνονταν της Τυραπόκριες που μαζεύονταν αναλόγως 3-4 οικογένειες στο σπίτι του γεροντότερου. Έτρωγαν όλοι μαζί τυρόπιτες, ψάρια, τυρί, αυγά και όλη την νύχτα γλεντούσαν και χόρευαν και τουφεκούσαν φωνάζοντας στον γείτονα ή στον φίλο ή στον συγγενή «καλώς να σε βρω» και έριχνε το τουφέκι και ο ένας και ο άλλος.
Σαν έφευγε η Καθαρά Δευτέρα νηστεία μέχρι το απόγευμα ούτε ψωμί, ούτε νερό. Διηγούνται μάλιστα ότι οι ανύπαντρες κοπέλες το βράδυ της μεγάλης Καθαράς Δευτέρας κοιμούνταν επίτηδες διψασμένες και την νύχτα έβλεπαν στο όνειρο τους τον νέο που θα τους έδινε νερό και έπιναν και οι δυο από το ίδιο ποτήρι. Αυτό ήταν ασφαλή σημείο ότι η κοπέλα αυτή θα έπαιρνε για άνδρα της το αγόρι που θα της έδινε νερό στο όνειρο της, αν μάλιστα έπιναν και οι δυο, ο γάμος θα γίνονταν σύντομα.
Η ΔΙΑΒΙΩΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
Επειδή η ζωή τους δια τα προς το ζην εξαρτώνται από την γεωργία και την κτηνοτροφία, η γερουσία του χωριού όλοι οι γέροντες καθόρισαν τον άγραφο Νόμο δηλαδή τα έθιμα. Σύμφωνα με τα έθιμα αυτά οι καλλιέργειες γίνονταν κατά μέρος δηλαδή όταν μια περιφέρεια σπέρνονταν με σιτηρά τον επόμενο χρόνο σπέρνονταν με καλαμπόκι. Αυτό γινόταν δια να μην καταστρέψουν την κτηνοτροφία η οποία ήτον η πρώτη δια να ζήσουν. Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε μέχρι το 1941 που τότε λόγω της κατοχής όχι μόνο σπέρνανε ανάκατα αλλά και πολλά δάση καταστράφηκαν, διότι η πείνα ήταν μεγάλη και στις μεγάλες πόλεις πολλοί πέθαιναν από την πείνα.
Η αγάπη και η συναδελφοσύνη την τότε εποχή ήταν μεγάλη. Όποιος θα έκτιζε σπίτι βοηθούσαν όλοι όπως μπορούσε ο καθένας, άλλοι έφερναν ξυλεία δια την σκεπή, οι γυναίκες κουβαλούσαν πέτρες στην πλάτη και προσέφεραν ότι μπορούσαν στους χτίστες. Το χτίσιμο των σπιτιών γινόταν με πέτρες και άσβεστη διότι τσιμέντο δεν υπήρχε τότε. Όταν τελείωνε το χτίσιμο και η στέγη που γίνονταν με χοντρή ξυλεία και προτού να αρχίσει το σκέπασμα που γινόταν με σχιστές πέτρες, οι γείτονες προσέφεραν μαντήλια και λουλούδια.
Οι μαστόροι έφτιαχναν σταυρούς ξύλινους, στο ένα άκρο της σκεπής ο ένας και στο άλλο, ο άλλος σταυρός και σε ένα σχοινί οριζόντιο από τον έναν στον άλλο κρεμόντουσαν τα μαντήλια και τα άνθη. Στον καθένα που πήγαινε για δώρο ένα μαντήλι ή μια πετσέτα υφασμένη ο μάστορας το έδειχνε και φώναζε δυνατά «τούτο είναι το χάρισμα του τάδε να ζήσει και να ευτυχίσει» αν αυτός που πήγαινε το δώρο ήταν αγόρι ανύπαντρο έλεγε «να ζήσει, να ευτυχίσει και να βρει καλή γυναίκα κατά την καρδιά του» και αν ήταν κοπέλα «να ζήσει, να ευτυχίσει, να βρει καλόν άνδρα και να κάνει καλά παιδιά και κορίτσια». Αυτά τα έθιμα τότε ήταν σε όλα τα χωριά της ορεινής Τριχωνίδας, διότι τα χωριά της είχαν πολύ αγάπη μεταξύ τους.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
Την εποχή που ιδρύθηκαν οι Κοινότητες που αρχικώς ήταν Σιτόμενα, Κερασιά μια Κοινότητα με έδρα τα Σιτόμενα, Αράχωβα (σήμερα Πεντάκορφο) μια Κοινότητα με την Καστανούλα, επίσης Κάτω Προσήλια – Άνω Προσήλια σημερινή Αγία Βαρβάρα και Λάσπες μια Κοινότητα με έδρα τα Προσήλια. Οι Κοινότητες διαχωρίστηκαν το 1916 δια Βασιλικού διατάγματος.
Όταν καθορίσθηκαν οι Κοινότητες και καταργήθηκαν οι Δήμοι έκαστη Κοινότητα αποτελούσε δικό της οργανισμό και είχε δική της ενορία, δικό της αγροφύλακα και σχολείο. Τα σχολεία την εποχή εκείνη ανήκουσαν στον Δήμο ή την Κοινότητα. Από τους Δήμους πληρωνόταν ο δάσκαλος και λέγονταν Δημοδιδάσκαλος και επικράτησεν να λέγονται Δημοδιδάσκαλοι. Στις Κοινότητες τους πλήρωναν οι γονείς των μαθητών και τους τροφοδοτούσαν με την σειρά τους οι μαθητές. Δηλαδή αν μια οικογένεια είχε δυο μαθητές θα τροφοδοτούσε τον δάσκαλο για δυο ημέρες. Οι δάσκαλοι που τους πλήρωνε το δημόσιο στην ορεινή Τριχωνίδα εμφανίσθηκαν περίπου το 1905.
Οι Κοινότητες ιδρύθηκαν αρχικώς το 1964-1968 δια Βασιλικού διατάγματος και καθορίσθηκαν και τα όρια έκαστης Κοινότητας δια Νομαρχιακής επιτροπής και όπου υπήρχε περίσσευμα υπάγονταν εις το Δημόσιον. Τα όρια έκαστης Κοινότητας καθορίζονταν σύμφωνα με τα φυσικά όρια και ευκρινή σημεία ράχη, ρέμα κλπ.
ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΣΙΤΟΜΕΝΩΝ
Εις την Κοινότητα Σιτομένων όταν καθορίσθηκαν τα φυσικά της όρια, ένα μέρος που αποτελείτο από 10 χιλιάδες στρέμματα, βοσκότοπους βέβαια έμεινε ως Δημόσιον και ανήκει στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Κράτους. Τα όρια αυτού του Δημόσιου Κτήματος ήταν ανατολικά του χωριού Σιτομένων αρχόμενο από τον ποταμόν Ερμίτσα ακολουθώντας την ράχη «Κέδρος» και κατευθείαν «Χαβέλενας Διάσελο» και «Βαθύ Διάσελο» λόγγος ράχη «Μητσίτι» και όρια Αγίας Παρασκευής καθώς και όρια της Κοινότητας Λαμπιρίου, Καταβόθρας μέχρι «Διασέλεια» και ακολουθώντας το λαγκάδι «Χούνης» φτάνουμε στην Ερμίτσα που άρχισαν.
Οι τοποθεσίες που ήταν του Δημόσιου αυτού κτήματος ήταν «Βαθύ Διάσελο», «Αλπούσι», «Χονδρού», «Βούρλο», «Φτέρη» και «Ρόγγια». Το Δημόσιον αυτό κτήμα – βοσκότοποι ενοικιάζονταν από κτηνοτρόφους της τότε εποχής. Για δε το ελατοδάσος το οποίο ήταν πολύ περίπου τα 3/5 του συνόλου της εκτάσεως καλύπτονταν από δάση ελάτης. Το κράτος τότε το ενοικίασε εις υλοτόμους που έφτιαξαν νεροπρίονο που κινούνταν με νερό καθώς και υδρόμυλους. Τιαύτοι ενοικιασταί υλοτόμοι ήταν ο Γράψας, ο Λάτσιος και άλλοι.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΟΥΝΩΝ ΤΩΝ ΣΙΤΟΜΕΝΩΝ
Τους βοσκότοπους τους ενοικίαζαν από το κράτος διάφοροι κτηνοτρόφοι που καθώς ευρέθησαν σε ενοικιαστήρια ήταν κάποιος Πλαπούτας, Παπουτσής και άλλοι. Την εποχή εκείνη ήταν ακόμη τα Καπιτανάτα που σαν απόγονοι των οπλαρχηγών της επαναστάσεως διατηρούσαν το βέτο και ήταν αλαζόνες και αδίστακτοι και στο έγκλημα ακόμη. Ένας από αυτούς ήταν κάποιος Στάϊκος που έδιωξε τους ενοικιαστές και κατέλαβε δυναμικά τα βοσκοτόπια Βούρλο – Χονδρού -Αλπούσι-Βαθύ Διάσελο και Φτέρη. Αλλά στο πραξικόπημα του Στάϊκου αντιτάχθηκαν 13 κάτοικοι Μπαρλικαίοι του συνοικισμού Μπαρλικέϊκα, που κατέλαβαν δυναμικά τους βοσκότοπους της Φτέρης μετά της γύρω περιοχής εκτάσεως περίπου 4.000 στρεμμάτων μετά της λάκας Φτέρης. Η λάκα η οποία ανέρχεται σε 150 στρέμματα την μοίρασαν σε 13 ίσια μερίδια όσοι ήταν και αυτοί που το κατέλαβαν αυθαιρέτως από τον Στάϊκο, το δε υπόλοιπο το κατείχε ο Στάϊκος. Ο δε βοσκότοπος της θέσεως «Ρογγια» το κατέλαβε κάποιος Τσιτσιμελής, λέγεται ότι είχε «Ταπί» τούρκικο. Το «Ταπί» ήταν ένα πωλητήριο που το πουλούσε κάποιος τούρκος σε Έλληνα. Τι απόγιναν αυτά τα λιβάδια –βοσκότοποι θα διηγηθούμε κατωτέρω.
Ο Στάϊκος τα είχε πολλά χρόνια και μερικά από τα βοσκοτόπια αυτά τα έδωσε στους στενούς συγγενείς του Βλάμη και Παπαφώτη. Το άλλο το πούλησε στους αδελφούς Κατσαρού. Το είχαν πολλά χρόνια οι Κατσαραίοι και αυτοί με την σειρά τους τα νοίκιαζαν σε άλλους κτηνοτρόφους Τακαίους κλπ., μέχρι το 1957 που κατόπιν σκληρών αγώνων απαλλοτριώθηκαν και τα πήρε η Κοινότητα Σιτομένων καθώς θα διηγηθούμε κατωτέρω.
Η Φτέρη καθώς προείπαμε είχε γίνει 13 μερίδια και αυτά διανεμήθηκαν εν συνέχεια στους απόγονους έκαστου εις μικρά μερίδια. Ήταν τότε την εποχή εκείνη στο Αγρίνιο κάποιος τοκογλύφος ονόματι Αντωνόπουλος που τόκιζε χρήματα με 20% έως 25% τόκο. Οι Μπαρλικαίοι που είχαν την Φτέρη ένας – ένας ανάλογα με τις ανάγκες τους τα πούλησαν όλα τα μερίδια της Φτέρης και τα αγόρασε ο Αντωνόπουλος. Η αγοραπωλησία εγένετο το μερίδιο της λάκας Φτέρης μετά τον αναλογούν μερίδιον βοσκότοπου που ήταν ελατοδάσος και αλπική έκτασης.
Μετά τον θάνατο του Αντωνόπουλου η γυναίκα του αποβιώσαντος πούλησε τον βοσκότοπο της Φτέρης ολόκληρον εις τους Αντώνιο και Κωνσταντίνο Κούτσικο κτηνοτρόφους και κατοίκους Αστακού. Ο βοσκότοπος Ρόγγια κατελήφθη από τους αδελφούς Κόκαλη ως ενοικιαστές τους Τσιτσιμελή. Το «Πλοκοπάρι», το ιστορικόν «Πλοκοπάρι» περιήλθε εις την κυριαρχία του Δημήτριου Κατσάνου που ήταν βουλευτής τότε και κατοχυρώθηκε υπ΄ ονόματι του. Άγνωστο πως και πότε μετά τον θάνατο του Κατσάνου περιήλθε εις τους απογόνους του. Για αυτό και τα Σιτόμενα το 1920 ευρέθησαν αποκεφαλισμένα.
Φτώχια βασίλευε παντού στους κατοίκους διότι η καλλιεργούμενη γή ήταν και είναι λίγη, η κτηνοτροφία πολύ μικρή διότι τα ορεινά βοσκοτόπια, στα βουνά δηλαδή, ήταν ξένα και οι κάτοικοι πολύ στριμωγμένοι.Έτσι όπως οι Έλληνες περίμεναν με χαρά την επανάστασιν του 1821 έτσι και οι κάτοικοι των Σιτομένων λαχταρούσαν την απαλλοτρίωση των βοσκότοπων αυτών και την χορήγησην των εις την Κοινότητα Σιτομένων.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΤΩΝ ΒΟΣΚΟΤΟΠΩΝ
Όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας μας ο Νικόλαος Πλαστήρας με την αναθεωρητική Βουλή εψηφισθεί ο Νόμος περί απαλλοτριώσεως Δημόσιων κτημάτων εκτάσεως άνω των δυο χιλιάδων στρεμμάτων. Αφού δημοσιεύτηκε ο Νόμος περί απαλλοτριώσεως, ο γραφών ήμουν Γραμματέας της Κοινότητας Σιτομένων και με σχετικήν ολίγην πείρα διότι νέος γραμματέας με λίγα χρόνια υπηρεσίας. Αλλά ο ζήλος μου να δυνηθώ να απαλλοτριωθούν τα βοσκοτόπια αυτά και να δοθούν στην Κοινότητα ήταν μεγάλος. Με ζήλον και αυταπάρνηση ρίχτηκα στον αγώνα αυτόν, έναν αγώνα σκληρό διότι οι κατέχοντες τους βοσκότοπους ήταν οικονομικώς πολύ δυνατότεροι και έπρεπε να γίνουν θυσίες από τους κατοίκους σε χρήμα. Έπρεπε να είναι ομόφωνοι οι χωριανοί όλοι δια να πετύχουμε του μεγάλο δια τα Σιτόμενα σκοπόν της απαλλοτριώσεως.
Όταν ήμουν μαθητής του Δημοτικού Σχολείου είχα ακούσει από τον αείμνηστον Αθανάσιο Ντόκα ο οποίος μετά την λειτουργία είχε πει στους τότε χωριανούς «να μου δώσετε 25 δραχμές (τότε μια λύρα χρυσή σημερινή αξία 12 χιλιάδες δραχμές ) διότι έβαλα δικηγόρο και βρήκα τα χαρτιά που ο τόπος αυτός ήταν Δημόσιος και καθώς και τα πριόνια Δημόσια και ότι ενοικιάζονταν από το Κράτος στους κτηνοτρόφους καθώς και τα ενοικιαστήρια για τα νεροπρίονα του Γράψα, Λάτσιου κ.α. Το έκανα αυτό μήπως και ποτέ ξυπνήσει το χωριό μας και λυτρωθεί». Το άκουσα τότε αυτό και βαθιά μέσα στην καρδιά μου ρίζωσε. Αλλά που βρίσκονται τα χαρτιά αυτά τώρα ; Που θα τα βρούμε ; Πολλούς ρώτησα αλλά κανένας δεν γνώριζε που βρίσκονταν τα χαρτιά αυτά.
Τότε καλέσαμε όλους τους χωριανούς και εκθέσαμε το θέμα, αφού έκανε την εισήγησην ο πρόεδρος έλαβα τον λόγο και ανέπτυξα δια μακρόν το θέμα και ότι θα μας χρειαστούν χρήματα. Οι περισσότεροι χωριανοί δεν το πίστευαν, πάντως όλοι ήταν πρόθυμοι να μας βοηθήσουν στον αγώνα αυτόν. Δια να αρχίσουμε όμως τον αγώνα αυτόν έπρεπε να βρεθούν χρήματα και καταφύγαμε στην εκκλησία της ενορίας η οποία μας έδωσε 20 χιλιάδες δραχμές δια να αρχίσουμε τον αγώνα αυτόν.
Κατεβήκαμε τότε στο Αγρίνιο με το Κοινοτικό Συμβούλιο και αναθέσαμε την υπόθεση στους δικηγόρους Χρήστο Ντόκα και Σεβαστιανό Καρβούνη, τους δώσαμε από 6 χιλιάδες δραχμές για να ψάξουν να βρούν τα πρώτα χαρτιά που όπως γράφω πρωτύτερα είχε βρεί ο Αθανάσιος Ντόκας. Αφού βρήκαν τα χαρτιά τα πρώτα ενοικιαστήρια του ορεινού Δημοσίου Κτήματος καθώς και την εγκατάστασιν των Νεροπρίονων, βάση αυτών το Κοινοτικόν Συμβούλιον ομοφώνως έλαβεν την απόφαση σύμφωνα με τα ενοικιαστήρια ότι το ορεινό αυτό τεμάχιον ήτον Δημόσιον και να κηρυχθεί απαλλοτριωτέον.
Την απόφαση αυτήν που υπάρχει και σήμερον αποστείλαμε στο Υπουργείο Γεωργίας και κοινοποιήσαμε και στον κ. Νομάρχη Αιτωλοακαρνανίας. Μετά από ολίγον καιρό λάβαμε την έγκριση του Υπουργείου ότι κηρύσσονται απαλλοτριωτέοι οι βοσκότοποι Ρόγγια, Φτέρη, Αλπούσι, Χονδρού και Βαθύ Διάσελο. Η Νομαρχία είχεν αντιρρήσεις περί της εγκρίσεως της αποφάσεως. Πήγα τότε στον κύριο Νομάρχη και του έδωσα αντίγραφο της αποφάσεως του Υπουργείου Γεωργίας, τότε επείσθη ο Νομάρχης και μου έδωσε την έγκριση. Όλα τα σχετικά αντίγραφα βέβαια των ενοικιαστηρίων, της αποφάσεως του Κοινοτικού Συμβουλίου και τις εγκριτικές Υπουργείου και της Νομαρχίας και καθώς και βεβαίωση της Διεύθυνσης Γεωργίας Αιτωλοακαρνανίας τα υπέβαλα στο Υπουργείο Γεωργίας, τμήμα τοπογραφήσεως. Από την απαλλοτρίωσην είχε εξαιρεθεί το αίτημα του «Πλοκοπαρίου» ως ανήκουν εις τους κληρονόμους του Δημήτριου Κατσάνου.
Μετά παρέλευσιν ενός έτους και περί τα μέσα Ιουνίου ήλθεν το τοπογραφικόν συνεργείον από την Αθήνα και κάθισε περίπου 20 ημέρες. Είναι γεγονός ότι στην περίστασην αυτήν τότε οι χωριανοί μου, προσέφεραν πολύτιμον υπηρεσία. Οι Γέροντες υποδείκνυαν την οροθεσία έκαστου υπό απαλλοτριώσεων κτήματος, οι νεότεροι κουβαλούσαν τα μηχανήματα της τοπογραφήσεως καθώς και τροφές δια το προσωπικόν της τοπογραφήσεως. Μετά την περαίωση της τοπογραφήσεως όπου εκάμαμεν τας σχετικάς νομίμως ενέργειας τόσον εμείς ως Κοινότητα καθώς και το τοπογραφικόν συνεργείον, καλούμεν τας γειτονικάς Κοινότητας Λαμπιρίου και Καταβόθρας να υποβάλουν αιτήσεις και να λάβουν μέρος εις την από απαλλοτρίωσην κτημάτων, δεν ήθελαν όμως και εξακολουθήσαμεν τον αγώνα μόνοι μας.
Τότε όλα τα δικαιολογητικά, τα αρχικά που ανέφερα, καθώς και τα τοπογραφικά αυτά τα υπέβαλαν οι δικηγόροι στην Διεύθυνση Γεωργίας Αιτωλοακαρνανίας δια να ορισθεί η ημερομηνία της δίκης που θα γίνονταν στο Μεσολόγγι. Τα μέλη του δικαστηρίου θα το αποτελούσαν οι εξής : ο Πρόεδρος Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, ο Διευθυντής Διεύθυνσης Γεωργίας Αιτωλοακαρνανίας και ο Διευθυντής του Τμήματος εποικισμού Αιτωλοακαρνανίας. Αφού υπεβλήθησαν τα σχετικά δικαιολογητικά δια την δικάσιμον, τα χρήματα που είχαμε από την εκκλησία δαπανήθηκαν και έπρεπε να βρούμε χρήματα.
Παρουσιάσθει τότε ως από μηχανής θεός κάτι που μας έβγαλε από το αδιέξοδο. Η Παγκόσμια Εκκλησιαστική Υπηρεσία έστειλεν στην ενορία Σιτομένων όπου εφημέριος ήταν ο πατέρας μου Δημήτριος Αναστασόπουλος Ιερεύς, που είχε και το παρατσούκλι «Παπαμπόλιας» μερικά τροφικά να τα μοιράσει στους ενορίτες, τους φτωχούς βέβαια. Εφαρμόσαμε τότε το εξής. Καλέσαμε εκκλησιαστικόν συμβούλιον και μερικούς χωριανούς και πήραμε την απόφαση να τα πουλήσουμε τα τρόφιμα αυτά όλα με μυστική απόφαση, να πούμε στους κατοίκους ότι δήθεν θα φτιάξουμε την εκκλησία, ενώ στην πραγματικότητα όμως να τα χρησιμοποιήσουμε δια την απαλλοτρίωσην. Γιατί αν λέγαμε δια την απαλλοτρίωσην δεν θα γινόταν τίποτε διότι μια μερίδα χωριανών δεν πίστευαν ότι θα απαλλοτριωθούν τα τσιφλίκια όπως τα ονόμαζαν οι κατέχοντες τους βοσκότοπους αυτούς. Με την συγκατάθεση του πατρός μου και του Παπα-Αποστόλη τα πουλήσαμε και πιάσαμε ακριβώς 12.000 δραχμές.
Αφού πέρασε περίπου ένας χρόνος από τότε που υποβάλαμε τα δικαιολογητικά δια να γίνει η δίκη, δεν ορίζετο ημερομηνία εκδικάσεως διότι οι κατέχοντες τους βοσκότοπους αυτούς ήταν ισχυροί στην πολιτική και στο χρήμα.
Στην υπόθεση αυτή της απαλλοτριώσεως γενικώς, μας βοήθησε πολύ ο Αθανάσιος Παπαθανάσης βουλευτής τότε του Λαϊκού Κόμματος. Πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι η μητέρα του Παπαθανάση καταγόταν από τα Σιτόμενα. Ήταν αδερφή του Δημήτριου Κατσάνου και πάντα ο Παπαθανάσης πλειοψηφούσε στο χωριό μας.
ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΩΝ ΧΩΡΙΑΝΩΝ
Δια να ορισθεί ημερομηνία δικάσιμος δια την απαλλοτρίωσην πήγαμε 4 φορές στην Αθήνα χωρίς αποτέλεσμα.Την τέταρτη φορά πήγαμε στην Αθήνα ο γραφών και ο Χρήστος Μπαλάσκας πρόεδρος τότε και καταστρώσαμε σχέδιο να κατορθώσουμε να μάθουμε από πού κρατείται η υπόθεση και δεν ορίζεται δικάσιμος.
Το σχέδιο ήταν να πάμε στο Μεσολόγγι και να παρουσιασθούμε στον δικηγόρο που είχαν οι αντίπαλοι μας Κούτσικος και Κατσαρός, όπως και έγινε. Παρουσιαστήκαμε στον δικηγόρο και του είπαμε ότι ερχόμαστε από τον Κούτσικο και Κατσαρό. Ο δικηγόρος δεν μας γνώριζε βέβαια και μου λέει ότι δεν του έφερε ο Κούτσικος τα χαρτιά του δια να υποβάλει ένσταση κατά της υποθέσεως. Σε ερώτηση πότε μπορεί να γίνει η εκδίκαση αυτή, μας είπε ότι «έχουμε τα κλειδιά πιασμένα και ούτε σε πέντε χρόνια και πιστεύω ότι τελικά δεν θα γίνει δίκη». Αφού πήραμε την απάντηση που ανέφερα από τον δικηγόρο του αντιπάλου φύγαμε αμέσως για την Αθήνα.
Γνώριζα πολύ καλά τον Υπουργό Συγκοινωνιών Χρυσόστομο Καραπιπέρη και εκεί θα πηγαίναμε την άλλη ημέρα. Πήραμε μαζί μας και κάποιον Βασίλειο Σπυρόπουλο από την Κερασιά, ήταν θειος μου από την γυναίκα μου, ο οποίος έμενε στην Αθήνα και ήταν συνταξιούχος αστυφύλαξ. Μαζί με αυτόν μας βοήθησε και λίγο η τύχη και την άλλη ημέρα πήγαμε στον Υπουργό. Μας δέχθηκε με καλοσύνη και μας ρώτησε τι θέλουμε. Κατά τύχη βρήκαμε εκεί μέσα στον Υπουργό τον δικηγόρο μας που είχαμε στην υπόθεση αυτή Σεβαστιανό Καρβούνη, από το Αγρίνιο. Ο δικηγόρος μας ανέλυσε στον Υπουργό το όλο θέμα της απαλλοτριώσεως και με την σειρά μου ενημέρωσα και εγώ για τα όσα μας είπε ο δικηγόρος των αντίδικων στο Μεσολόγγι.
Ο Υπουργός τότε πήρε στο τηλέφωνο τον Υπουργό Γεωργίας, τότε ήταν ο Αβέρωφ, και μας έστειλε εκεί. Πήγαμε στον Αβέρωφ που μας δέχθηκε ευγενικά και πήρε στο τηλέφωνο την Διεύθυνση Γεωργίας στο Μεσολόγγι από όπου του είπαν ότι θα αργήσει λίγο ο καθορισμός της ημερομηνίας της δικής.
Πήγαμε τότε πάλι στον Καραπιπέρη και κάναμε συμβούλιο για το τι θα γίνει. Λέγει τότε ο Καραπιπέρης ότι « καθώς φαίνονται τα πράγματα το μόνον μέσον δια να ορισθεί η δική είναι να πάνε όλοι οι κτηνοτρόφοι τα κοπάδια τους μέσα στα λιβάδια αυτά, να φυλαχτείτε όμως να μην γίνει κανένα έγκλημα. Δεδομένου ότι εφόσον υπάρχουν χαρτιά ότι οι βοσκότοποι αυτοί ήταν του Δημοσίου, πρέπει να γίνει αυτό».
Φύγαμε τότε και ήρθαμε στο χωριό. Καλέσαμε συμβούλιο και 5 χωριανούς, έναν από κάθε γενιά και τους εκθέσαμε αυτά που μας είπαν στην Αθήνα. Συμφωνήσαμε τότε ότι την άλλη ημέρα, Μάιος μήνας ήταν δεν θυμάμαι την ημερομηνία, όλα τα κοπάδια να πάνε στα λιβάδια αυτά αυθαιρέτως να βόσκουν και οι χωριανοί να είναι μαζεμένοι στον Παλιόμυλο. Μόνο το Κοινοτικό Συμβούλιο να είναι στο χωριό και να κάνουν πως εργάζονται και εγώ να είμαι στο Γραφείο. Ως Κοινοτικό γραφείο τότε είχαμε στο δημοτικό σχολείο ένα μικρό δωματιάκι. Κάλεσα τότε και τον Αστυνόμο, εμείς υπαγόμασταν τότε στην Αστυνομία της Αγίας Παρασκευής, και του εξέθεσα όλη την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί και τι μας είπαν στην Αθήνα. Τότε ο Αστυνόμος μου έσφιξε το χέρι και μου είπε «καλά κάνατε, θα σας βοηθήσω όσο μπορώ και θα την πετύχουμε την υπόθεση, θα ταλαιπωρηθείτε βέβαια αλλά δεν γίνεται κατ’ άλλον τρόπο».
Την ημέρα όπου τα κοπάδια των κτηνοτροφών έφυγαν δια τα λιβάδια στείλαμε ανώνυμα και ανυπόγραφα σημειώματα στους Κουτσικαίους και τους Κατσαραίους να μην έρθουν φέτος στα λιβάδια. Τα στείλαμε με τον Νικόλαο Καραγκούνη και του είπαμε να τα δώσει και να φύγει, να κρυφτεί για μερικές ημέρες μέχρι να τον ειδοποιήσουμε. Έτσι και έγινε οι Κουτσικαίοι και λοιποί είχαν ξεκινήσει και ο Καραγκούνης τους πρόλαβε στον «Βατόκαμπο» περιφέρεια Σαργιάδας Τριχωνίδας. Σταμάτησαν επί τόπου, πήγαν στην εισαγγελία Αγρινίου και αναφέρθηκαν και εξέθεσαν τα σημειώματα. Την 12ην περίπου ώρα της αυτής ημέρας ήρθε ο Αστυνόμος και συνέλαβε 7 άτομα, 4 Κοινοτικούς Συμβούλους με τον Πρόεδρο και τρεις χωριανούς και τους πήγε στον Αστυνομικό σταθμό της Αγίας Παρασκευής.
Το απόγευμα της ιδίας ημέρας περί ώρας 4ης μ.μ. και ενώ ήμουν στο γραφείο και έφτιαχνα τους καταλόγους αρδεύσεως, ο νούς μου όμως ήταν στην υπόθεση, φθάνουν έξω από το γραφείο με ζώα διότι δρόμος δεν υπήρχε τότε πέντε άτομα : ο Διευθυντής Γεωργίας Αιτωλοακαρνανίας, ο Προϊστάμενος του Τμήματος Εποικισμού, ο Διοικητής της Διοικήσεως Χωροφυλακής, ένας υπάλληλος από την Νομαρχία (δεν θυμάμαι το όνομα του) και ο Αστυνόμος. Ο Διευθυντής Γεωργίας μόλις μπήκε στο γραφείο με πολύ απειλητικό ύφος μου λέγει « τι είσαι εσύ ;»,του είπα «είμαι ο Γραμματέας» και με τόνον μου λέγει «επαναστατήσατε ε» του απάντησα «δεν ξέρω τι μου λες», « θα μάθεις μου λέει» και έτριζε τα δόντια του.
Του είπε τότε ο Διευθυντής της Διοικήσεως «τι έχεις με τον Γραμματέα ; ο άνθρωπος την δουλεία του κάνει». Μεταξύ του γράφοντος και του Διευθυντού της Διεύθυνσης Γεωργίας διεξήχθη ο παρακάτω διάλογος.:
Διευθυντής Γεωργίας : «Το πολύ σε μια ώρα θα μου έχεις εδώ τον Πρόεδρο της Κοινότητας με το Κοινοτικό Συμβούλιο».
Γραμματέας : « Ο Πρόεδρος μετά τριών Κοινοτικών Συμβούλων είναι κρατούμενοι στον Αστυνομικό σταθμό Αγίας Παρασκευής».
Διευθυντής Γεωργίας : «Η ώρα είναι περίπου 5 μ.μ μέχρι τις 6 και μίση να μου έχεις εδώ όλους τους κατοίκους του χωριού, οπωσδήποτε πάση θυσία».
Γραμματέας : « Αυτό είναι αδύνατο να γίνει, διότι οι κάτοικοι του χωριού εργάζονται στα χωράφια τους, φυτεύουν καπνό, σπέρνουν καλαμπόκι και άλλες γεωργικές εργασίες. Το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να κτυπήσουμε την καμπάνα, θα πουν ότι κάτι συμβαίνει και θα έρθουν πολλοί να δουν και θα μάθουν τι συμβαίνει».
Διευθυντής Γεωργίας : «Όχι, όχι την καμπάνα, να στείλεις να τους ειδοποιήσεις να έρθουν».
Γραμματέας:« Ναι θα στείλω αλλά προτού από τις 9ης εσπερινής δεν θα έλθουν δουλεύουν».
Διευθυντής Γεωργίας : « Και που θα μείνουμε εμείς απόψε ; Μαζί με τους επαναστάτες».
Γραμματέας : « Με συγχωρείται δεν είμαστε επαναστάτες. Είμεθα Έλληνες φιλόξενοι, φιλόφρονοι και εργατικοί και η φιλοξενία μας είναι παραδοσιακή. Λυπούμε δια τον χαρακτηρισμό επαναστάτες διότι δεν είμεθα, και στην επανάστασιν του 21΄ και τους πολέμους το 1912,1913, 1918 και 1940 ποτίσαμε το δέντρο της ελευθέριας με πολύ αίμα».
Επενέβη τότε ο Διευθυντής Διοικήσεως Χωροφυλακής και του λέγει σε κάπως αυστηρό τόνο: «κ. Διευθυντά της Γεωργίας είστε προκαταλημένος, αυτές οι κουβέντες δεν λέγονται. Γνωρίζω τους ανθρώπους της ορεινής αυτής περιοχής 10 χρόνια που υπηρετώ και δεν μου δημιουργούν ποτέ προβλήματα. Αν έγινε κάτι θα το διερευνήσουμε, θα βρούμε τους τυχόν πταίστες αλλά με ειλικρίνεια και νομιμότητα και όχι απειλές και προκαταλήψεις. Είναι Κοινότητα, ορεινό χωριό με γνήσιους Έλληνες και νομοταγείς. Πολλές φορές επισκέφθηκα το χωριό τους και οι άνθρωποι μας σέβονται και μας αγαπούν, διότι βλέπουν το κράτος σε εμάς».
Εγένετο ησυχία τότε και τους είπα: «θα πιούμε καφέ;»
« Ναι» μου είπε ο Αστυνομικός Διοικητής « να μας τους φέρεις εδώ». Πήγα τότε στο καφενείο του Λεωνίδα Χαβέλα και τους παρήγγειλα καφέδες, νερό και από ένα ούζο. Τους έφερε ο καφετζής και με χιούμορ ο Διοικητής είπε στον Διευθυντή Γεωργίας « Μην φοβάστε, δεν έχουν δηλητήριο».
Μετά τον καφέ έφυγα, τους είπα θα ειδοποιήσω τους χωριανούς να έρθουν κατά την 8η – 9η βραδινή και να ετοιμάζω που θα κοιμηθούν αυτοί. Οι χωριανοί ήταν όλοι μαζεμένοι όπως προείπα στην θέση Παλιόμυλο τους ειδοποίησα να έρθουν στο σχολείο κατά της 9 το βράδυ, αλλά όχι όλοι μαζί, από λίγοι-λίγοι και από διαφορετικούς δρόμους όπως και έγινε. Κατά τις 9 το βράδυ το σχολείο γέμισε και ήταν όλοι ευδιάθετοι και καλοσυνάτοι.
Κατά τις 9 και μισή ήλθαν και οι Κουτσικαίοι και με βρισιές απευθύνθηκαν στους χωριανούς « μας απολύσατε τα ζώα στα λιβάδια και άλλα πολλά».Τότε έγινε κάτι που δεν περιγράφεται. Όλοι φώναζαν και ακουγόταν μόνον ένας αχός, βοή. Αυτό κράτησε περίπου μια ώρα, όλοι φώναζαν να γίνει η δίκη, γιατί καθυστερεί.Τι συμβαίνει.
Ο Διευθυντής Γεωργίας μαζεύτηκε και δεν μιλούσε καθόλου. Ο Διοικητής Χωροφυλακής γελούσε και μας κάλεσε στο γραφείο του δασκάλου εμένα, τον Διευθυντή Γεωργίας, τον Προϊστάμενο του Τμήματος Εποικισμού, τον υπάλληλο της Νομαρχίας,τον Αστυνόμο της Αγίας Παρασκευής και μας λέγει : « Οι άνθρωποι έχουν δίκιο 2 χρόνια εκκρεμεί μια σοβαρή υπόθεση και δεν εκδικάζεται γιατί ;». Αποτάνθει τότε στον Διευθυντή Γεωργίας και του λέγει «μέχρι το τέλος Ιουνίου μπορεί να γίνει η δίκη ;».
Διευθυντής Γεωργίας : « Εκεί που έφθασαν τα πράγματα πρέπει κάτι να γίνει αλλά υπάρχει το θέμα της επιδόσεως των κλητηρίων».
Διοικητής Χωροφυλακής : « Αυτό θα το αναλάβουμε εμείς με την Κοινότητα». Και μου λέγει τότε ο Διοικητής Χωροφυλακής : « Πές τους να σταματήσουν και θα τους μιλήσει ο Διευθυντής Εποικισμού». Όπως και έγινε, ανέβηκα στο βήμα του δασκάλου και τους παρακάλεσα να μην φωνάζουν, να κάνουν ησυχία. Με άκουσαν ανέβηκε ο Διευθυντής Εποικισμού και τους είπε : « Να φύγετε από τα λιβάδια και μέχρι τέλους του Ιουνίου θα εκδικασθεί η υπόθεση» και απάντησαν με ένα στόμα όλοι «θα φύγουμε σε πιστεύουμε, δεν πρέπει να μας λες ψέματα». Τους λέγει ο Διοικητής Χωροφυλακής « άμα λέει ψέματα θα έχει να κάνει μαζί μου, να διαλυθείτε να πάτε σπίτια σας και εμείς που είμαστε αρμόδιοι θα τακτοποιήσουμε την υπόθεση». Σας ευχαριστούμε φώναξαν όλοι με ένα στόμα και αφού τους χαιρέτησαν όλους έφυγαν δια τα σπίτια. Πολλοί με ρώτησαν που θα μείνουν οι ξένοι απόψε. Τους είπα είναι τακτοποιημένοι αυτούς τους πήγα στα σπίτια των κάτωθι τον Διοικητή Χωροφυλακής στο σπίτι του Κωνσταντίνου Ουρανή, τον Διευθυντή της Διευθύνσεως Γεωργίας στο σπίτι του Λάζαρου Ντόκα προέδρου τότε, τον Διευθυντή Εποικισμού στο σπίτι του Κωνσταντίνου Χαβέλα, τον υπάλληλο της Νομαρχίας στο σπίτι μου και ο Αστυνόμος έφυγε δια το σταθμό Αγίας Παρασκευής. Την άλλη ημέρα το πρωί θα πήγαινε τους 7 στην εισαγγελία και είναι γεγονός ότι αυτήν την εποχή το χωριό ήταν στο πόδι και τα πάντα έδιναν δια να πετύχει ο σκοπός, όπως και πέτυχε.
ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Είναι γεγονός ότι τα γύρω χώρια έβλεπαν με συγκίνηση τον αγώνα που έκαναν οι Σιτομενίτες και προσέφεραν ότι μπορούσε ο καθένας τους. Αυθόρμητα προσήλθαν μάρτυρες στην δίκη κτηνοτρόφοι από την Καταβόθρα και Λαμπίρη. Παραδειγματική ήταν η φιλοξενία των κρατουμένων στην Αγία Παρασκευή στο σταθμό Χωροφυλακής. Οι κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής μόλις έμαθαν την ανταρσία των Σιτομένων και είδαν τους κρατούμενους τον Πρόεδρο της Κοινότητας, τους Κοινοτικούς Συμβούλους να είναι κρατούμενοι μαζεύτηκαν περίπου 30 άτομα και τους πήγαν στο κρατητήριο, ποτά, φαγητά και ρούχα στρωσίδια και το καλύτερο τους ενθάρρυναν « μην φοβάσθε καλά κάνατε η Ελλάδα λυτρώθηκε το 1821 και τα Σιτόμενα σήμερα αγωνίζονται να λυτρωθούν και θα ελευθερωθούν». Το βράδυ ήρθε ο Υποδιοικητής της Χωροφυλακής και τότε όλοι του είπαν πρωτοστατούντος του Λάμπρου Χαντζάρα « προσέξτε πολύ τα Σιτόμενα έχουν δίκιο, ζούσαν υπό τον ζυγό των τσιφλικάδων». Με αυτά τα γεγονότα επείσθησαν και οι Αστυνομικές Αρχές περί του δικαίου αιτήματος μας.
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΙΚΗ
Την άλλη ημέρα κατεβήκαμε στο Αγρίνιο, είχαν έρθει και οι κρατούμενοι. Μόλις φθάσαμε ο Διοικητής της Χωροφυλακής Αγρινίου κυρ. Σακάς πήγε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικείου Αγρινίου πρώτου να πάνε οι κρατούμενοι, αλλά τι είπαν ο κυρ. Σακάς και ο εισαγγελέας δεν ξέρω.
Όταν οι κρατούμενοι παρουσιάστηκαν στον εισαγγελέα, τους χαμογέλασε και τους είπε κάπως αυστηρά « παρανομήσατε, ίσως να έχετε δίκιο αλλά έπρεπε κυρ. Πρόεδρε και Κοινοτικοί Σύμβουλοι να έρθετε σε πρώτα σε εμένα». Δεν μίλησε κανείς και ορίσθηκε δικάσιμος για τους κατηγορούμενους τον Ιούλιο μήνα, δεν θυμάμαι την ημερομηνία, και αφέθηκαν ελεύθεροι και οι 7 κρατούμενοι (Η δική αυτή έγινε τον Ιούλιο και απηλλάγησαν πανηγυρικά διότι είχε γίνει πρωτύτερα η δίκη της απαλλοτριώσεως την 29η Ιουνίου και δεν υπήρχε θέμα αντιδικίας).
Την αυτήν ημέρα περίπου 10 άτομα οι κρατούμενοι που είχαν αφεθεί ελεύθεροι, εγώ και λοιποί πήγαμε στο Μεσολόγγι στην Διεύθυνση Γεωργίας. Εκείνη την ημέρα τότε πήγαμε όλοι μαζί και στον Δικηγόρο Σταυρόπουλο, του εκθέσαμε όλη την κατάσταση με κάθε λεπτομέρεια και τον βάλαμε δικηγόρο και αυτόν στην υπόθεση.
Πήγαμε τότε όλοι μαζί και με τον δικηγόρο μας τον Σταυρόπουλο, στο μεταξύ ήλθαν και οι άλλοι δυο δικηγόροι μας από το Αγρίνιο ο Ντόκας και ο Καρβούνη. Διότι όπως έγραψα νωρίτερα ότι ο κυρ. Σακάς πήγε στον Εισαγγελέα και εγώ τότε ειδοποίησα τους δικηγόρους να πάνε στην Εισαγγελία. Τα υπόλοιπα τα γνώριζαν οι δικηγόροι και μας είπαν πηγαίνετε στο Μεσολόγγι και στις 12 το μεσημέρι θα έρθουμε και εμείς.
Συναντηθήκαμε όλοι στα γραφεία της Διευθύνσεως Γεωργίας στο Μεσολόγγι. Εγώ ο Πρόεδρος της Κοινότητας και οι δικηγόροι πήγαμε μέσα. Οι υπόλοιποι της Γεωργίας συνεδρίαζαν και όταν μας είδαν με τους δικηγόρους είπαν στον κυρ. Σταυρόπουλο «Τα Σιτόμενα επαναστάτησαν». Ο Σταυρόπουλος τους είπε « Ναι, είχαν δίκιο οι άνθρωποι αλλά αφού γλιτώσατε πάλι καλά, διότι εσείς είστε υπεύθυνοι και όχι τα Σιτόμενα. Τώρα ετοιμάστε τα κλητήρια και να ορισθεί δικάσιμος ». Μας είπαν τότε η δικάσιμος ορίστηκε δια την 29ην Ιουνίου, τα κλητήρια θα τα πάρετε αύριο.
Κάθισαν τότε ο Χρήστος Μπαλάσκας, ο Κωνσταντίνος Χαβέλας και ο Κωνσταντίνος Ουρανής. Την άλλη ημέρα πήραμε τα κλητήρια και στείλαμε τον Χρήστο Μπαλάσκα με τον Κωνσταντίνο Χαβέλα στον Αστακό να δώσουν τα κλητήρια στους Κουτσικαίους και στους Κατσικαραίους. Εμείς πήγαμε στον σταθμό της Αγίας Παρασκευής, τα δώσαμε στην Αστυνομία για να τα δώσουν και τα αποδεικτικά τα πήγαμε πάλι εμείς στο Μεσολόγγι και τα καταθέσαμε στην Διεύθυνση Γεωργίας.
Η ΔΙΚΗ
Καθώς γράψαμε ότι η δικάσιμος δια της απαλλοτριώσεως ορίστηκε δια την 29ην Ιουνίου στο Μεσολόγγι στα γραφεία της Δευθ/νσης Γεωργίας, έπρεπε να παίξουμε και το τελευταίο μας χαρτί. Έπρεπε να παρουσιάσουμε όγκο δημοτών κατά την ημέρα της δίκης, και για αυτό ρίξαμε το σύνθημα ότι στις 29 Ιουνίου ώρα 2 μ.μ όλοι οι οικογενειάρχες πρέπει να είναι στο Μεσολόγγι. Δεύτερον να μην διανεμηθούν σε μερίδια αλλά να γίνουν ένα και αδιαίρετο τα λιβάδια και να δοθούν στην Κοινότητα εξ αδιαίρετου.
Για να τα διοικεί η Κοινότητα έπρεπε να ληφθεί απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου που να καθορίζει τον τρόπο χρήσεως των βοσκοτόπων αυτών. Την απόφαση μας την ζήτησε η Διευθ/νση Γεωργίας 5 ημέρες πριν την δίκη. Κάλεσε τότε ο Πρόεδρος το Κοινοτικό Συμβούλιο και έλαβε την απόφαση αυτήν ομοφώνως. Την άλλη ημέρα πήγα στο Μεσολόγγι στην Νομαρχία στο τμήμα Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και ζήτησα την έγκριση της απόφασης αυτής. Ο αρμόδιος υπάλληλος μου έφερε αντιρρήσεις με το πρόσχημα ότι η απόφαση έπρεπε να περάσει από το Νομαρχιακό Συμβούλιο που θα γινόταν στις αρχές Ιουλίου από τους Διευθυντές όλων των υπηρεσιών του Νομού. Την πήρα πάλι και πήγα κατευθείαν στο Γραφείο του Νομάρχη, ο οποίος τότε ήταν ο Σχινάς πολύ καλός άνθρωπος και με «στιβαρό χέρι». Τον γνώριζα προσωπικά, είχε έρθει στο χωριό μας και τον φιλοξενήσαμε, είχα καλή γνωριμία με δέχθηκε με καλοσύνη μου είπε να καθίσω και μου παρήγγειλε καφέ.
Του ανέλυσα τον σκοπό της επισκέψεως μου στη Νομαρχία και ότι θέλω την έγκρισιν της αποφάσεως ότι τα υπό απαλλοτριώσεως λιβάδια να είναι Κοινοτικά και αδιαίρετα και του ανέφερα και τις αντιρρήσεις του Διευ/ντου Τοπικής Αυτοδιοικήσεως. Ο Νομάρχης κάλεσε τότε τον Διευθυντή και του λέγει επί λέξη « Κάμε την απόφαση Νόμιμη και πέρα από αυτό εμάς δεν μας ενδιαφέρει». Επείσθη ο Διευθυντής και την έγκρινε, την πήρα και την κατέθεσα στην Διεύθυνση Γεωργίας. Ούτως και έφθασε η πολυπόθητη ημερομηνία της δίκης που έγινε στο γραφείο συνεδριάσεως της Διευθύνσεως Γεωργίας στις 29η Ιουνίου ώρα 2 μετά μεσημβρίας.
Κατά την δικάσιμον αυτήν οι αντίπαλοι μας είχαν 7 δικηγόρους και εμείς είχαμε τρεις δικηγόρους. Στον περίβολο της Διευ/νσης Γεωργίας ήταν περίπου 100 Σιτομενίτες. Πρώτοι πέρασαν μέσα οι αντίδικοι μας με τους δικηγόρους τους. Ο Κιτοπάνος δικηγόρος των αντιδίκων μας, όταν είδε τον όγκο από Σιτομενίτες ρώτησε ποίοι είναι αυτοί. Όταν του είπαν αυτοί είναι οι αιτούντες οι Σιτομενίτες αποκρίθηκε «με τόσο λαό δεν τα βγάζουμε πέρα».
Η δίκη κράτησε περίπου 2 ώρες και διεξήχθη σε επίπεδο μαρτύρων του Κουτσάφτη Δημητρίου από την Λαμπίρη και του Σπυρόπουλου Ιωάννη από την Κερασιά και σε αγορεύσεις των 10 δικηγόρων. Η απόφαση δεν βγήκε τότε αλλά μας κοινοποιήθηκε μετά από 15 ημέρες και τον Αύγουστο ήρθε ο αρμόδιος υπάλληλος κυρ. Λιούμης από την Διεύθυνση και μας «εγκατέστησε», δηλαδή μας έδωσε το πρωτόκολλο εγκαταστάσεως.
Αυτή είναι σε συντομία η υπόθεση της απαλλοτριώσεως. Δια της υποθέσεως αυτής θελήσαμε να αναγνωρίσουμε στους χωριανούς μας τους κόπους και τους αγώνες για να γίνουν τα βοσκοτόπια (τσιφλίκια) αυτά Κοινοτικά.
Τώρα ήρθε ο καιρός να ασχοληθούμε με τα γύρω χωριά Αγία Παρασκευή, Σκουτερά, Κερασιά, Μαλευρός, Καστανούλα κ.α.
ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Η σημερινή Αγία Παρασκευή είναι το παλαιόν Ζελίχοβον, χωριό με πολύ φήμη και δραστηριότητα κατά την εποχή της τουρκοκρατίας και μετέπειτα.
Τα όσα θα σας διηγηθώ δια το χωριό Αγία Παρασκευή τα έχω μάθει από τον αείμνηστον Ιερέα Κωνσταντίνον Αναστασόπουλο, που μαθητής τότε πήγαινα στο Ζελίχοβον με τους γονείς μου και μαζεύαμε καρύδια, διότι ο πατέρας μου καταγόταν από το Ζελίχοβον, σημερινή Αγία Παρασκευή.
Ζελίχοβο είναι λέξης ξενική και δια τούτο μετονομάσθηκε σε Αγία Παρασκευή, όπου υπάρχει και το θαυματουργόν εξωκλήσιον Αγία Παρασκευή. Πριν προχωρήσουμε εις την διήγηση περί του χωριού Αγία Παρασκευή πρέπον είναι αλλά και καθήκον να γράψουμε όσα γνωρίζουμε δια τα θαύματα που έχουν γίνει από την Αγία Παρασκευή χάριν του θαυματουργού νερού που πηγάζει μέσα στο Άγιο Βήμα της εκκλησίας αυτής. Πάμπολλα θαύματα έχουν γίνει κατά καιρούς στους πιστούς χριστιανούς, δια τους οφθαλμούς όπου τυφλοί ανέβλεψαν, χωλοί περπάτησαν και πολλά άλλα.
Καθώς διηγούνταν οι γέροντες παλιά ήταν μεγάλη εκκλησία που καταστράφηκε και οι κάτοικοι έκτισαν μικρό εκκλησάκι. Όταν αποφάσισαν να την κτίσουν πήραν την απόφαση να την κτίσουν πιο πάνω από την σημερινή τοποθεσία. Αφού το αποφάσισαν και θα άρχιζαν την οικοδόμηση έβλεπαν κάθε βράδυ ένα φώς ακοίμητον στην θέση που είναι η σημερινή εκκλησία και όταν το αποφάσισαν να την χτίσουν στο σημείο εκείνο που έβλεπαν το φώς και άρχισαν τα θεμέλια, το φώς αυτό δεν ξαναφάνηκε. Αφού έχτισαν την εκκλησία την σκέπασαν.
Πολλές δωρεές έγιναν από πιστούς χριστιανούς δια τα θαύματα που γινόταν καθημερινώς. Ένα από τα πολλά είναι και το κατωτέρω. Προ του 1930 κάποιος από το Ζελίχοβο ήταν στρατιώτης στην Αθήνα και κατά τύχη (δεν γνωρίζω πως) πήγε σε ένα σπίτι που ήταν μια χήρα γυναίκα που είχε μια κόρη τυφλή και από τους δυο οφθαλμούς. Γενομένης συζητήσεως από τον στρατιώτη Γαλιώνη ότι στο χωριό υπάρχει μια εκκλησία τιμώμενης στο όνομα της Αγίας Παρασκευής και στο Άγιο Βήμα της εκκλησίας αναβλύζει θαυματουργό νερό.Όταν θα πάω στο χωριό με άδεια θα σου φέρω νερό της είπε ο στρατιώτης διότι πολλοί έχουν γίνει καλά που είχαν παθήσεις στα μάτια από το νερό αυτό. Τότε η μητέρα της τυφλής κόρης ρώτησε τον στρατιώτη που ανήκει και πως λένε τον διοικητή του. Αυτός της είπε και την άλλη ημέρα η μητέρα της τυφλής πήγε στον διοικητή και τον παρακάλεσε να δώσει άδεια στον στρατιώτη αφού του είπε όλη την υπόθεση. Πράγματι ο διοικητής έδωσε άδεια στον στρατιώτη δια το χωριό του το Ζελίχοβο.
Ήρθε ο στρατιώτης κάθισε τις ημέρες της άδειας του πήρε νερό από την εκκλησία της Άγιας Παρασκευής και το πήγε αμέσως πρώτου να πάει στην μονάδα του στο σπίτι της χήρας, όπου το δέχτηκαν μετά μεγάλης χαράς αλλά και με δάκρυα πίστεως στον Θεό και την Αγία Παρασκευή. Μόλις η τυφλή κοπέλα έβρεξε τα μάτια της από το νερό της Αγίας Παρασκευής αμέσως ανέβλεψε « Ω των θαυμάτων σου Αγία Παρασκευή». Τότε η μητέρα της θαυματουργικώς ιατρευθείσας τυφλής έφερε στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής όλα τα βιβλία, μηναία και τα άλλα καθώς και δισκοπότηρο, καλύμματα άμφια και ότι άλλο έχει η εκκλησία καθώς και ένα ομοίωμα ματιών τα οποία κρέμασε στην εικόνα της Αγίας. Επίσης διηγούνται ότι και ένας τούρκος ιατρεύτηκε από τα μάτια του χάρις του θαυματουργού αυτού νερού.
Και τώρα ένα θαύμα που έγινε προ 8 ετών περίπου ήτοι το 1978 περίπου αν καλώς ενθυμούμαι.
Όταν το χωριό της Αγίας Παρασκευής ηλεκτροδοτήθηκε και επειδή η εκκλησία αυτή απέχει από το χωριό περίπου 3 χιλιόμετρα, οι κάτοικοι αποφάσισαν μαζί με την Κοινότητα να ηλεκτροδοτήσουν και την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Έκαναν τις ενέργειες στη ΔΕΗ να έρθει να κάνει μια μελέτη δια να ηλεκτροδοτηθεί η θαυματουργός εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Η ΔΕΗ Αγρινίου έστειλε έναν υπάλληλο να κάμει μελέτη για να καθορισθεί το ύψος της δαπάνης δια την ηλεκτροδότηση του Ναού.
Ο υπάλληλος της ΔΕΗ μόλις έφθασε στο χωριό της Αγίας Παρασκευής είπε καγχάζων και με στόμφον αγριωπών «που είναι αυτό το θαυματουργόν κτίριον ;». Οι παρευρισκόμενοι του είπαν θα πάμε και θα δείτε είναι εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Αφού το πήραν μετρώντας την απόστασιν έφθασαν περίπου 50 έως 80 μέτρα από την εκκλησία. Εκεί είναι χωράφια φτιαγμένα «πεζούλες» όπως τις λέμε, και ο υπάλληλος στάθηκε σε μια πεζούλα ύψους περίπου τριών μέτρων και φώναζε με πάθος και οργή αγρίως αυτή είναι η θαυματουργή και με φέρατε εδώ. Αμέσως κατέπεσε ο τοίχος μέχρι τα θεμέλια συμπαρασύροντας και αυτόν και τις πέτρες μαζί και με πάταγον.
Οι παρευρισκόμενοι είπαν ότι σκοτώθηκε από τις πέτρες. Αλλά ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα, σηκώθηκε έκαμε τον σταυρό του και πήγε μέσα στην εκκλησία αμίλητος και μόλις βγήκε είπε « έχετε δίκιο είναι πράγματι θαυματουργή». Οι κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής «Ζελίχοβο» είναι το μόνο χωριό της ορεινής Τριχωνίδας όπου στα κοινά ζητήματα ομοφωνούν σαν ένας άνθρωπος και πολλά περί τούτου διηγούνται οι γέροντες κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής.
ΥΠΟ ΤΟΝ ΤΟΥΡΚΙΚΟΝ ΖΥΓΟΝ
Όταν η Ελλάδα υποδουλώθηκε στους Τούρκους, τούρκικα αποσπάσματα ήλθαν και στο Ζελίχοβο που την εποχή εκείνη ήταν πολυάνθρωπο.
Αλλά όπως πάντα συμβαίνει υπάρχουν και προδότες. Δηλαδή όσα έλεγαν οι κάτοικοι του χωριού αυτού νύχτα, ο προδότης πήγαινε με το άλογο του στο Ζαπάντη και τα έλεγε όλα στους Τούρκους και την νύχτα πάλι ερχόταν στο χωριό. Την άλλη ημέρα ερχόταν το τουρκικό απόσπασμα στο χωριό τους μάζευε όλους και ο τούρκος έλεγε εσύ είπες τούτο, εκείνος το άλλο και τους άρχιζε στο ξύλο. Η κατάσταση αυτή δε κράτησε και πολύ διότι οι πιο δειλοί περίπου 10 έως 15 οικογένειες έφυγαν νύχτα και πήγαν στην Ανατολική Θράκη πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως και εκεί έκτισαν χωριό που το ονόμασαν «Ζελίκη». Ίσως υπάρχει και μέχρι σήμερον δεδομένου ότι κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο στρατιώτες από την Αγία Παρασκευή πήγαν στο χωριό αυτό που λέγονταν Ζελίκη και οι κάτοικοι του χωριού εκείνου τους διηγήθηκαν πως βρέθηκαν εκεί.
Οι πιο ψύχραιμοι κάτοικοι μια ομάδα περίπου 10-15 ατόμων ηλικίας από 18 έως 20 ετών οπλίστηκαν με λίγα όπλα και ήθελαν να μάθουν ποιός είναι ο προδότης. Έτσι σε μια συνάθροιση των χωριανών είπαν πάρα πολύ κακά λόγια για τους Τούρκους και μόλις νύχτωσε και χωρίς να τους δει κανείς έστησαν καρτέρι πιθανώς στην τοποθεσία «Λάσπες» κατά τις 12ην ώρα τα μεσάνυχτα φάνηκε ο προδότης που πήγαινε στους Τούρκους. Του φώναξαν και αυτός θέλησε να φύγει δεν μπόρεσε όμως και τον έπιασαν και αφού τα μαρτύρησε όλα τον σκότωσαν και τον έθαψαν. Κανένας δεν ξέρει που τον έθαψαν.
Οι Τούρκοι αφού έχασαν τον προδότη τους μετά από λίγες ημέρες ξεκίνησαν για το Ζελίχοβο. Μόλις έφτασαν μάζεψαν τους χωριανούς, όσους βρήκαν βέβαια διότι εκείνοι που σκότωσαν τον προδότη δεν πήγαν. Αυτοί έπιασαν με τα λιγοστά όπλα που είχαν τις πιο σημαντικές θέσεις. Οι Τούρκοι αφού φοβέριζαν και ξυλοκόπησαν πολλούς κατοίκους πήραν 4 άτομα ομήρους και έφυγαν. Αλλά αυτοί που σκότωσαν τον προδότη τους έστησαν καρτέρι και καθώς ήταν αμέριμνοι έπεσαν πάνω τους σκότωσαν μερικούς, αφόπλισαν τους υπόλοιπους, ελευθέρωσαν τους ομήρους και έτσι βγήκαν οι πρώτοι κλέφτες στην Ορεινή Τριχωνίδα.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ 1821
Είναι γεγονός ότι πολλοί κάτοικοι των πεδινών περιοχών του Αγρινίου μη μπορώντας να υποφέρουν την τουρκική σκλαβιά έφυγαν από τα περιοχές αυτάς και ανέβηκαν σε ποιο ορεινά. Για αυτό και το Ζελίχοβο έγινε πολυάνθρωπο χωριό και ο ερχομός των ξένων τους χαροποιούσε πολύ και οι σχέσεις των κατοίκων και των ξένων που ήλθαν ήταν αρμονικές και αδελφικές και βοηθούσαν ο ένας τον άλλον όσο μπορούσαν.
Πολύ αναπτυγμένο ήταν τότε και το θρησκευτικό αίσθημα για αυτό έχουμε και τους νεομάρτυρες του χριστιανισμού. Το σύνθημα ήταν καθώς λέγει και κάποιος τότε ποιητής « Τούρκοι ποτέ μη γίνομαι και όλοι ας ορκισθούμε στην Παναγιά και το Χρηστό να μένουμε πιστοί». Το Ζελίχοβο τότε την εποχή εκείνη ήκμαζε πολύ και είναι καρποφόρος τόπος. Επειδή όμως οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να τους βλέπουν να ευημερούν, μη μπορώντας να τους καθηλώσουν και να τους υποτάξουν, πολλά σοφίστηκαν δια να τους κάνουν να υποκύψουν αλλά απέτυχαν. Από αυτά αναφέρουμε μερικά.
Κάποιος τούρκος διοικητής πήγε στο Ζελίχοβο και αφού συνάθροισε τους περισσότερους κατοίκους τους μίλησε και τους είπε πολλά και τους ζήτησε να γίνουν φίλοι του και να τους προστατεύει. Αυτοί του υποσχέθηκαν ότι θα συμμορφωθούν και θα είναι φίλοι αρκεί να μην τους πειράξει. Αυτό δεν κράτησε και πολύ διότι σε λίγες ημέρες ο Πασάς ζήτησε να του πάνε 10 παιδία 18 έως 20 χρονών να τον φυλάνε δήθεν. Αλλά ο σκοπός του δεν ήταν αυτός, ήταν να τους έχει ομήρους.
Πράγματι πήγαν τα παιδιά αυτά στον τούρκο Διοικητή κάθισαν λίγο καιρό και αφού δεν τους έδινε όπλα αποφάσισαν να φύγουν. Το μυρίστηκε ο τούρκος και τους έκλεισε στο «μπουντρούμι» ( τουρκική φυλακή) και προσπαθούσε να τους τουρκέψει αλλά δεν τα κατάφερε.
Συνέβη τότε ένα αξιοθαύμαστο γεγονός (κατά την αφήγηση του γέροντα). Κάποιος Ζελιχοβίτης ονόματι Ντόμας, που σήμερα δεν υπάρχει το όνομα αυτό στην Αγία Παρασκευή, νέος και με ομορφιά ντύθηκε γυναίκα κοπέλα του καιρού εκείνου. Στολίσθηκε και πήγε κατευθείαν στον Πασά. Ο τούρκος φρουρός τον άφησε. Ο Ντόμας είπε στον Πασά ότι θέλει να μείνουν οι δυο τους, το δέχτηκε ο Πασάς και ανέβηκαν στο επάνω δωμάτιο τον λεγόμενο «Οντά» (λέξη τούρκικη). Αυτή άρχισε να τον χαϊδεύει και ο τούρκος σαστισμένος ξάπλωσε στο κρεβάτι και γδύνονταν, το ίδιο έκανε και η δήθεν «κοπέλα». Μόλις ο τούρκος έβγαλε την πιστολά του και το γιαταγάνι και έπεσε στο κρεβάτι η δήθεν κοπέλα αρπάζει την κουμπούρα του Πασά και το γιαταγάνι και του λέγει : «ακίνητος». Τα έχασε ο Πασάς και του λέγει «τι θέλεις ;»
Του λέει τότε αυτός « θέλω να βγείς στο παραθύρι να φωνάξεις τον τσοχαντάρη σου (τούρκος έμπιστος του Πασά) να πάει στην φυλακή να απολύσει τους 10 Ζελιχοβίτες να φύγουν, αν τυχόν φωνάξεις θα σου κόψω το κεφάλι με το γιαταγάνι». Έτσι και έγινε πήγε ο τσοχαντάρης και απόλυσε τους φυλακισμένους Ζελιχοβίτες και φώναξε στον Πασά καθώς είχαν συμφωνήσει ότι το έκανε. Τότε η δήθεν κοπέλα λέγει τον Πασά «μας απάτησες και πήρες τα παλικάρια μας και τα φυλάκισες, γι αυτό σε απάτησα και εγώ. Είμαι άνδρας και λέγομαι Ντόμας και θέλω να μου δώσεις «μπέσα» (τούρκικη λέξη που σημαίνει βαρύς όρκος ) καθώς και εγώ σου έδωσα μπέσα» . Του λέει τότε ο τούρκος « Μπέσα για μπέσα ρε Ντόμα θα σου χαρίσω μια πιστόλα και ένα γιαταγάνι θα τα τυλίξω σε μεταξωτό ρούχο και θα σου τα δώσω με μια όμως συμφωνία. Να μην πεις σε κανένα το πάθημα μου, έχω μπέσα ;» «Ναι» του λέει ο Ντόμας «έχεις μπέσα και θα έρθω να σε πάρω στο χωριό μου να το γλεντήσουμε σαν καλοί φίλοι». Τότε φώναξε από το παραθύρι στον τσοχαντάρη του να συνοδέψει την κοπέλα μέχρι το Αγρίνιο διότι η έδρα του Τούρκου διοικητού ήταν στο Ζαπάντη, σημερινή «Ψηλή Παναγιά» που υπάρχει και σήμερα το γκρεμισμένο τζαμί.
ΣΤΟΥ ΑΓΑ ΤΗΝ ΒΡΥΣΗ
Στους πρόποδες του βουνού του χωριού Αγία Παρασκευή (Ζελίχοβο) υπάρχει πηγή με κρυσταλλένιο νερό που λέγεται και σήμερα ακόμη στου «Αγά την βρύση».
Περί της ονομασίας της πηγής αυτής υπάρχει η κάτωθι διήγηση. Ότι κατά την εποχή που προείπαμε κάποιος Αγάς είχε φιλικές σχέσεις με τους κατοίκους του χωριού. Είχε πρόβατα στα βουνά της Αγίας Παρασκευής και αυτός κατοικούσε μόνιμα το καλοκαίρι στην πηγή αυτή και απλό τότε πήρε το όνομα αυτό στην «βρύση του Αγά». Στη θέση Μακρυγιάννη υπάρχει η θέση «χοροστάσι» που και σήμερα η τοποθεσία αυτή λέγεται «χοροστάσι» . Στην θέση αυτή υπάρχουν θεόρατα πλατάνια και είναι εμφανή τα σημεία που σήμερα δείχνουν ότι κάποτε στο μέρος αυτό γίνονταν συναθροίσεις.
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΠΑΝΗΓΥΡΙ
Στο χοροστάσι αυτό γίνονταν τα γλέντια στα πανηγύρια και κρατούσαν από 2 μέχρι 8 ημέρες. Τα πανηγύρια αυτά δηλαδή οι θρησκευτικές συναθροίσεις είχαν μεγάλη σημασία για τους σκλαβωμένους Έλληνες και γίνονταν κατά τον ακόλουθο τρόπο. Προ 15-20 ημερών της πανηγύριος ένας ντελάλης από το χωριό πήγαινε στα γύρω χώρια και τις πολιτείες και φώναζε στα κεντρικά σημεία του χωριού ή της πόλεως με μεγάλη φωνή «την τάδε του μηνός γίνεται πανηγύρι στο τάδε χωριό, γιορτάζει η εκκλησία που τιμάται στον Άγιο «τάδε» γλέντι πολύ φαγοπότι δωρεάν ημέρες πανηγύριος 2 ή 5 κλπ.»
Πράγματι τότε στα πανηγύρια συναθροίζονταν παρά πολλοί άνθρωποι από πολλές περιφέρειες. Ερχόταν από το βράδυ ή το πρωί. Μετά την πανυγηρικήν λειτουργία που πολλές φορές ήταν Αρχιερατική και την παρακολουθούσαν με πολύ συγκίνηση έπαιρναν αντίδωρο και οξήρχοντο από τον Ναό. Πάντες γνωστοί, φίλοι και συγγενείς και άγνωστοι ασπάζονταν ο ένας τον άλλον μα φίλημα πραγματικής αγάπης όχι ερωτικής. Άγνωστοι και γνωστοί αυτή την ημέρα ήταν αδελφοί, πήγαιναν στο χοροστάσι και άρχιζε το γλέντι, γνήσιο και αδελφικό, φιλικό χορός τραγούδι και κέφι.
Τα όργανα τα μουσικά τότε ήταν η φλογερά, το βιολί και το νταούλι. Το μεσημέρι πήγαιναν στα σπίτια όλοι κάθε σπίτι προσπαθούσε να πάρει όσους περισσότερους ξένους μπορούσε. Κανένα σπίτι και καμιά οικογένεια δεν έμεινε χωρίς να φιλοξενεί ξένους. Η φιλοξενία αυτή γινόταν για όσες ημέρες κρατούσε το πανηγύρι. Γλέντι όλη την ημέρα και την νύχτα. Οι δημογέροντες για να είναι κάπως νομιμόφρονες καλούσαν και τους Τούρκους στο πανηγύρι που πολλές φορές ερχόταν. Για την τήρηση της τάξεως κατά την πανηγύρι 5-6 κάτοικοι ηλικιωμένοι που είχαν σαν καθήκον να μην διασαλεφθεί η τάξης κατά το πανηγύρι.
Το έθιμο αυτό των πανηγυριών πολύ συνένωνε τους Έλληνες να μην χάσουν την ταυτότητα τους την θρησκευτική που είχαν βάλει σαν σκοπό οι Τούρκοι. Από τα πανηγύρια αυτά συνωμοτούσαν οι Έλληνες δια την απελευθέρωση τους, διότι εκεί συνάζονταν οι πρόκριτοι των Ελλήνων και κατέγραφαν τα παιδιά που θα αγωνίζονταν κατά την μεγάλη επανάστασιν του 1821.
Πανηγύρια τότε γινόταν σε όλα τα χωριά, αλλά τα καλύτερα γίνονταν στο Ζελίχοβο. Στα πανηγύρια αυτά έρχονταν και οι κλέφτες καθώς διηγούνταν ότι στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής (Ζελίχοβο) είχε έλθει κάποτε και ο Κατσαντώνης και πρωτύτερα ο αρματωλός του Καρπενησίου Χαβίνης και μετά ο αρματωλός του Βλοχού Βλαχόπουλος. Κάτι ακόμη πολύ σπουδαίο κατά τις ημέρες της πανηγύρεως αν δυο οικογένειες ήταν μαλωμένες αυτές τις ημέρες χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον σαν να μην ήταν μαλωμένοι. Γενικά οι ημέρες της πανηγύρεως ήταν ημέρες αγάπης και αδελφοσύνης.
ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
Στη θέση που είναι η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής απέναντι δυτικά και σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων περίπου υπάρχουν τα ερείπια Παλαιού Μοναστηριού. Δεν γνωρίζουμε όμως πότε καταστράφηκε και πως, παρά μόνο ότι κατά την τουρκοκρατία ήταν πλούσιο μοναστήρι και πολλά προσέφερε στο Ελληνικό γένος. Κατά την εποχή της δουλείας ήταν το κρυφό σχολείο που μορφώνονταν τα ελληνόπουλα, ήταν πλούσιο και συντηρούσε τους κλέφτες. Πως όμως καταστράφηκε δεν γνωρίζουμε, διηγούνται όμως ο Παπακώστας και ο Κολιός Γιανογιώργος ότι καταστράφηκε από τους Τούρκους ίσως την εποχή που κάηκε και το μοναστήρι της Παναγούλας στην Σκουτερά.
Στο μοναστήρι αυτό ζούσαν πολλοί καθώτι η περισσότερη περιφέρεια ανήκουσεν στο Μοναστήρι και τούτο διότι οι Τούρκοι δεν βάλαν χέρι στα καλογερικά Μοναστηριακά (οι Τούρκοι τα ονόμαζαν «Βακούφια») εξαιτίας του ότι είχαν μεγάλο φόβο από τα Μοναστηριακά.
Το Μοναστήρι αυτό είχε και πολλά γίδια, λέγεται ότι δια να πηγαίνουν το γάλα στο Μοναστήρι είχαν κατασκευάσει υπόγειο με κεραμίδια προς τούτο φτιαγμένα από την θέση «Παραθύρια» μέχρι το Μοναστήρι όπου τυροκομούσαν.Το Μοναστήρι αυτό είχε επί τουρκοκρατίας σχολείον στοιχειώδους εκπαιδεύσεως. Διοικητικώς υπήγετο στο Μοναστήρι της Λυκούρεσσης που τότε η Λυκούρεσση διοικούσε τα Μοναστήρια Παναγούλας, Βλοχού, Αράχωβας (σημερινό Πεντάκορφο). Κάθε χρόνο το συμβούλιο των Ιερών Μονών αυτών συγκεντρώνονταν στην Λυκούρεσση και συζητούσαν το θέμα των Μοναστηριών και δη το θέμα του Παπισμού. Τότε προσπαθούσε ο Πάπας με κάθε τρόπο να κατορθώσει να τους κάνει ρωμαιοκαθολικούς, είχαν δε αγαθές σχέσεις με τους Τούρκους, διότι οι Τούρκοι δεν ήθελαν την ένωση με τον Παπισμό.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι κατά την εποχή της τουρκοκρατίας τα Μοναστήρια ήταν τα καταφύγια της διωγμένων χριστιανών αλλά και τα κέντρα φωτισμού και της οικονομικής υποστηρίξεως των χριστιανών από κάθε πλευρά. Πολλές φορές πλήρωναν και το «χαράτσι» ( κεφαλικόν φόρο ) των χριστιανών της περιοχής που λόγω της οικονομικής τους καχεξίας δεν μπορούσαν να πληρώσουν.Το χαράτσι το πλήρωναν κάθε χρόνο όλοι οι χριστιανοί και έπαιρνε ο πληρώσας μια απόδειξη από τον τούρκο εισπράκτορα που έλεγε ότι δικαιούται να έχει το κεφάλι στον ωμό του για ένα χρόνο.
Τα Μοναστήρια την εποχή εκείνη είχαν πολύ μεγάλη δύναμη και αυτοδιοίκηση εκεί γίνονταν τα συμβούλια των δημογερόντων, οι συναθροίσεις των χριστιανών. Εκεί μάθαιναν γράμματα τα ελληνόπουλα που τα μόνα βιβλία που διάβαζαν ήταν το ψαλτήρι, το Κτωσίχοι και τα Μηνιαία. Μετά το 1700 επετράπησαν και τα σχολεία στους χριστιανούς και τότε τα Μοναστήρια έγιναν τα κέντρα φωτισμού. Κάθε ημέρα πολλοί παπάδες δίδασκαν τα ελληνόπουλα τα γράμματα και τα Μοναστήρια σιγά-σιγά απόκτησαν βιβλιοθήκες με τα περίφημα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων και των πατέρων της εκκλησίας που τυπώνονταν στην Βενετία και αγοράζονταν από τα Μοναστήρια.
Ίσως ερωτηθείς πως τα Μοναστήρια είχαν ταύτην δύναμην και απαντώμεν.
Ο Σουλτάνος φοβούμενος μήπως οι χριστιανοί αποσπασθούν το δόγμα του Πάπα και τον πολεμήσουν για τον λόγο αυτόν από την αρχή ο Μωάμεθ ο Β΄ ο πορθητής έδωσε πλήρη ελευθέρια στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη.
Με «Φιρμάνι» (διαταγή) αναγνώρισε τα Μοναστήρια ως άσυλα και αυτοτελή και αυτό το εκμεταλλεύτηκαν οι Έλληνες πολύ. Καθώς διηγούνται τα πρόβατα του Μοναστηριού ήταν στα βουνά τα, τα τούρκικα δεν πήγαιναν. Ένα περιστατικό είναι και το κατωτέρω.
Κάποιος Πασάς πήγε τα πρόβατα του στα βουνά του Ζελίχοβου, πολλά πρόβατα. Οι κάτοικοι του είπαν να τα πάρει διότι είναι τα γιδοπρόβατα του Μοναστηριού και ο Πασάς τους απάντησε «τα φιρμάνια τα βγάζω εγώ, καθίστε καλά μην σας περάσω όλους από κεσμέτι » (λέξη τούρκικη που σημαίνει σφάξιμο, κόψιμο του κεφαλιού). Τότε ένας από το Ζελίχοβο ο Νικολάκης Αναστασόπουλος πήρε γράμμα συστατικόν από τον ηγούμενο του Μοναστηριού και καβαλίκεψε μια φοράδα άσπρη και πήγε στην Πόλη (Κωνσταντινούπολη). Παρουσιάσθηκε στον Σουλτάνο και πήρε φιρμάνι να φύγουν αμέσως τα πρόβατα του Πασά και αν δεν φύγουν να τα διώξουν με την βία. Το φιρμάνι αυτό το πήγε ο Νικολάκης Αναστασόπουλος στο Ζαπάντη που ήταν κοντά στο Αγρίνιο και ήταν η διοίκηση των Τούρκων, έτσι τα πρόβατα έφυγαν από την περιφέρεια του Ζελίχοβου (Αγίας Παρασκευής).
ΔΗΜΟΓΕΡΟΝΤΙΑ ΣΤΟ ΖΕΛΙΧΟΒΟ
Από το 1800 περίπου δηλαδή μετά την πανωλεθρία των Τούρκων σε διάφορα μέρη της ορεινής Τριχωνίδας, όπως στην «Μακριά Λουγγά» και την φυγή του Τούρκου Διοικητού από την Ελληνική περιφέρεια Σκουτεράς, οι Τούρκοι δεν ξαναπάτησαν στο Ζελίχοβο (Αγία Παρασκευή).
Όταν το Ζελίχοβο υπήχθη στην δικαιοδοσία του Αλή - Πασά των Ιωαννίνων και διορίσθηκε αρματωλός του Βλοχού ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος, η περιφέρεια ανάσανε πολύ. Η δημογεροντία που μέχρι πριν ήταν τυπική έγινε ουσιαστική, διότι οι δημογέροντες ασκούσαν την διοικητική,την δικαστική και κάθε τι που θα γινόταν στο χωριό πάντα είχαν την γνώμη των δημογερόντων. Καλό είναι να αναφέρουμε μερικά.
Συνεδρίαζαν κάθε μήνα και συζητούσαν τα θέματα που απασχολούσαν το χωριό τους και κάθε εξάμηνο καλούσαν και τους δημογέροντες των χωριών που περιελάμβανε το αρματολίκι.
Από τον 18ο αιώνα δηλαδή περί τέλους του 17ο επετράπη από τους Τούρκους να φτιάξουν σχολεία και κατόπιν ομοφώνου γνώμης των δημογερόντων της περιφέρειας ιδρυθεί δημοτικός σχολείον στο Ζελίχοβο (Αγία Παρασκευή), που σιγά-σιγά και σύμφωνα με την οικονομική κατάσταση των κατοίκων των χωριών ιδρύονταν σχολεία και στα γύρω χώρια της ορεινής Τριχωνίδας και σε τούτο συνέβαλαν πολύ και τα Μοναστήρια.
Είναι γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε ποιοι διδάσκαλοι δίδαξαν στα σχολεία αυτά. Κατά την γνώμη πολλών οι πρώτοι διδάσκαλοι ήταν Ιερωμένοι. Κληρικοί και Καλόγεροι μετά όμως από λίγα χρόνια βγήκαν διδάσκαλοι από την σχολή της Ιεράς Μονής του Προυσσού Ευρυτανίας και πήγαν στα σχολεία αυτά. Τους δασκάλους αυτούς τους πλήρωναν οι δημογέροντες από εράνους των μαθητών και καπεταναίων και για τον λόγο αυτό καθώς ομολογούν οι ιστορικοί ότι τις παραμονές της επαναστάσεως του 1821, οι αναλφάβητοι ήταν περίπου 20%. Από τα θρανία αυτά τα φτωχά άναψε η δάδα της ελευθέριας σε όλους τους Έλληνες. Καθώς γράφουν οι ιστορικοί ότι τόσο πολύ ήταν ο ενθουσιασμός των Ελλήνων που δεν είναι δυνατόν να τον περιγράψουν.
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
Μετά την επανάσταση του 1821 το Ζελίχοβο (Αγία Παρασκευή) ήταν στην ακμή του και πάντοτε οι κάτοικοι στα κοινά ομοφωνούσαν. Γνωρίζουμε και το κάτωθι. Κάποιος οπλαρχηγός ονόματι Στάϊκος πήρε τους μπράβους του και βγήκε στο Παναιτωλικό Όρος στην θέση «Χονδρού», κοίταξε ολόγυρα και είπε «όσο βλέπω θα γίνει δικό μου». Διέταξε τους μπράβους του να διώξουν τα κοπάδια που έβοσκαν, όπως και έγινε. Τους κάτοικους των Σιτομένων και της Λαμπίρης τους έδιωξε και τον τόπο τον πήρε με το ζόρι. Δεν συνέβη όμως και το αυτό με τους κατοίκους του Ζελίχοβου (Αγίας Παρασκευής). Μόλις οι βοσκοί εκδιώχθηκαν από τους μπράβους του Στάϊκου πήγαν στο χωριό και διηγήθηκαν τα συμβάντα. Την άλλη ημέρα το πρωί όλοι οι κάτοικοι του Ζελίχοβου οπλισμένοι με καριοφίλια και κουμπούρες περίπου 120 άτομα πήγαν στο βουνό και στάθηκαν στα σύνορα μεταξύ Σιτομένων και Λαμπιρίου και κάλεσαν τους μπράβους να έρθουν. Οι μπράβοι με τον Στάϊκο μόλις είδαν τους Ζελιχοβίτες τρόμαξαν και ζήτησαν να βόσκουν ανάκατα, αλλά δεν το δέχτηκαν οι Ζελιχοβίτες και έτσι κέρδισαν τον τόπο τους.
Δια τα Σιτόμενα το μέρος «Χονδρού» - «Αλπούσι» το πήρε ο Στάϊκος με την βία και όπως αναγέρθηκε πρωτύτερα χρειάστηκε αγώνας πολύς να γίνει η απαλλοτρίωση. Διότι ο Στάϊκος σαν έξυπνος που ήταν το πούλησε στον Κατσαρό χωρίς τίτλους βέβαια διότι ήταν δημόσιο και ο Στάϊκος το γνώριζε αυτό. Πρέπει να πούμε και λίγα λόγια για τους μπράβους και τι ήταν αυτοί. Οι μπράβοι ήταν άνθρωποι αγράμματοι που τους είχε ο Στάϊκος οπλισμένους και είχαν τυφλή υπακοή σε αυτόν. Πολλά κακά είχαν κάνει οι μπράβοι αυτοί στους αντιπάλους του. Σε πολλές περιπτώσεις οι κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής «Παλαιό Ζελίχοβο» και μέχρι σήμερα ακόμη συμφωνούν στα κοινά. Είναι το μόνο χωριό της ορεινής Τριχωνίδας που και τα καλά και τα κακά τα λένε φόρα στα καφενεία. Επαινούν τα καλά και κατακρίνουν τα άσχημα, από όποιον και αν είναι. Αυτό το προσόν το έχουν οι περισσότεροι κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής.
Η Αγία Παρασκευή (Ζελίχοβο) μέχρι το 1940 είχε τα πρωτεία στην ορεινή Τριχωνίδα. Καθώς γνωρίζω το πρώτο Δημόσιο Δημοτικό Σχολείο ιδρύθηκε στην Αγία Παρασκευή και μέχρι το 1950 ήταν εκλογικόν κέντρο για τις βουλευτικές εκλογές όπου πήγαιναν και ψήφιζαν οι κάτοικοι των χωριών Σιτομένων, Κερασιάς και Αγίας Βαρβάρας αν καλώς ενθυμούμαι. Επίσης μέχρι το 1970 περίπου ήταν και έδρα αστυνομικού σταθμού. Αλλά και σήμερα η Αγία Παρασκευή έχει κάποια σχετικώς πρόοδο δεδομένου ότι πολλοί συνταξιοδοτούμενοι από την Αγία Παρασκευή χτίζουν σπίτια στο χωριό τους.
Η ΚΕΡΑΣΙΑ
Η Κερασιά είναι και αυτό αρχαίο χωριό και πήρε το όνομα από κάποιον ονόματι Κερασιώτης που ήταν ο πρώτος που κατοίκησε στην Κερασιά και για αυτό πήρε το όνομα του. Η Κερασιά μέχρι το 1916 αποτελούσε μια Κοινότητα με τα Σιτόμενα και το 1916 κατόπιν αποφάσεως της Νομαρχίας αποτέλεσαν ιδίαν Κοινότητα. Κατά την εποχή δε της τουρκοκρατίας πολύ λίγα γνωρίζουμε. Την εποχή του Αλή-Πασά των Ιωαννίνων όπως όλη η περιφέρεια έτσι και η Κερασιά υπήχθη υπό την κυριαρχία του Αλή-Πάσα και σαν αντιπρόσωπος του ήταν κάποιος παπάς που είχε μεγάλο βέτο στον Αλή. Ο Γεώργιος Χαβέλας διηγούνταν το κατωτέρω περιστατικόν δια την εποχή εκείνην.
Ένα απόσπασμα Τούρκων ήρθε στα Σιτόμενα και συνέλαβε 6 Σιτομενίτες και τους έδεσαν στις «Γλυκές Ελιές» να τους κρεμάσουν αμέσως. Ειδοποίησαν τον παπά της Κερασιάς δια το γεγονός και έφτασε αμέσως και χωρίς να πεί τίποτε έκοψε τα σχοινιά και τους ελευθέρωσε. Είχε αυτή την επιρροή στον Αλή-Πασά και ως εκ τούτο έκαμε πολλές αυθαιρεσίες και ήρθε αντιμέτωπος και με τους κλέφτες. Ήταν περίπου 25 κλέφτες Σπυροπουλαίοι τους οποίους προσπαθούσε με δόλια μέσα να τους εξολοθρεύσει, αλλά αυτοί κατάλαβαν τα πανούργα σχέδια του και του έστησαν καρτέρι και περνώντας τον τουφέκισαν με «μπολαρμά». Ο μπολαρμάς πήρε τον παπά στην κοιλιακή χώρα και χύθηκαν τα έντερα του έξω, τότε ο παπάς τα μάζεψε στο ράσο του. Τον πλησιάζει ένας κλέφτης και του λέει « θα ζήσεις ορέ παπά ;» και ο παπάς απαντά «θα ζήσω και θα δείς τι παπάς θα είμαι». Ο κλέφτης με άλλη μια τουφεκιά στο κεφάλι τον αποτελείωσε.
Όταν ο Αλή-Πασάς έμαθε τα γενόμενα με τον παπά με δόλιο τρόπο κατάφερε να εξολοθρεύσει και τους κλέφτες και σαν δόλιος που ήταν το κατάφερε με τον εξής τρόπο. Έστειλε ένα γράμμα στους τότε κλέφτες και με κολακευτικά λόγια τους έγραφε ότι καλά κάνανε και σκότωσαν τον παπά και πολλά άλλα και να κατεβούν στο Ζαπάντη να πάρουν το «μπαξίσι» (Το μπαξίσι ήταν το φιλοδώρημα). Αυτοί τον πίστεψαν και πήγαν αλλά μόλις έφτασαν τους έπιασαν και τους κρέμαγαν έναν-έναν. Κάποιος τότε φώναξε «αφήστε και έναν» και άφησαν έναν από όπου κατάγονται οι σημερινοί Σπυροπουλαίοι. Λέγετε δε ότι κρέμασαν 24 κλέφτες Σπυροπουλαίους. Τα ανωτέρω σύμφωνα με την αφήγηση του Γεωργίου Χαβέλα και του Δημητρίου Παπαναστασίου από την Κερασιά.
Δυτικά της Κερασιάς και εις απόστασιν περίπου 8 χιλιόμετρων είναι ο Μαλευρός που ανήκει στην Κοινότητα Κερασιάς.
ΠΕΡΙ ΜΑΛΕΥΡΟΥ
Ο Μαλευρός είναι συνοικισμός της Κοινότητας Κερασιάς και απέχει όπως προείπαμε 8 χιλιόμετρα περίπου από την Κερασιά.
Η ονομασία Μαλευρός προέρχεται από την λέξη «Μαλέ» πολύ λάσπη και είναι γεγονός ότι στο Μαλευρό το χώμα είναι αργιλώδες και όταν βρέχει έχει πολύ λάσπη.
Στο Μαλευρό υπάρχει το Παλιόκαστρο, ύψωμα με φυσικό τοίχο από τα τρία μέρη και μόνον προς τον ποταμό Ζέρβα δεν έχει φυσικό τοίχο. Κατά ομολογία των γερόντων πολύ παλιά υπήρχε κατασκευασμένος τοίχος όπου σήμερα υπάρχει η τοποθεσία «Πόρτα». Στην θέση αυτή υπάρχουν ακόμη μερικά λιθάρια που δείχνουν ότι κάποτε υπήρχε «Θύρα» δηλαδή πόρτα. Στο Παλιόκαστρο αυτό πρέπει να υπήρχε κάποτε φρούριο ελληνικό δεν γνωρίζουμε όμως πότε.
Το 1935 πήγε κάποιος αρχαιολόγος και αφού τα επισκέφθηκε έβγαλε το συμπέρασμα ότι επί ρωμαϊκής εποχής ήταν κάστρο. Αλλά και το συμπέρασμα του αρχαιολόγου δεν είναι και τόσο σταθερό. Πιο κάτω υπάρχει η θέση «Φραγκόσκαλα» που βγαίνει το συμπέρασμα ότι κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας ήταν στην θέση Φραγκόσκαλα φυλάκιο των Φράγκων και θα έμεναν στο κάστρο δηλαδή στο Παλιόκαστρο, αυτή είναι η πιθανότερη εξήγηση.
Οι κάτοικοι του Μαλευρού κατά την εποχή της τουρκοκρατίας κατοικούσαν στην Κερασιά και πήγαιναν και εργάζονταν στο Μαλευρό. Καλλιεργούσαν τα χωράφια τους και καθώς μου διηγήθηκαν οι γέροντες το καραούλι «Βίγλα» όπως λέγονταν τότε ήταν το Παλιόκαστρο και οι κλέφτες ήταν στο «Φλαμπουργιάρη» (θα μιλήσουμε παρακάτω για αυτό). Μόλις αντίκριζαν Τούρκους να πηγαίνουν προς το Μαλευρό, το καραούλι από το Παλιόκαστρο έδινε το σύνθημα. Αν οι Τούρκοι ήταν πολλοί έριχναν τρεις τουφεκιές και έφευγαν οι Έλληνες προς το «Φλαμπουργιάρη», αν ήταν λίγοι το καραούλι φώναζε «τα γελάδια στο χάραμα» και τότε κάνανε κλοιό στους Τούρκους και τους έπιαναν ή τους σκότωναν.
Μου διηγήθηκε κάποτε ο γέροντας Παλιοπάνος Γιάννης ότι καθώς του διηγούνταν ο παππούς του ότι μια εποχή που θέριζαν στα σιτάρια οι Μαλευριώτες, ένα μπουλούκι Τούρκων ξεκίνησε νύχτα από το Ζαπάντη και με τα χαράματα έφτασε στο Μαλευρό. Εκεί κρύφτηκαν και μόλις οι Έλληνες άρχισαν τον θερισμό πετάχτηκαν οι Τούρκοι και έπιασαν πολλούς άντρες και γυναίκες, έκαψαν τα σιτάρια, έφυγαν με τους αιχμαλώτους και τους πήγαν στο Ζαπάντη.
Το γεγονός αυτό το έμαθαν οι κλέφτες και συνεννοήθηκαν τι να πράξουν και αποφασίσθηκε να συνεργασθούν με τον αρματωλό που είχε έδρα στον Άγιο Βλάσιο. Πράγματι ο αρματωλός αυτός έστειλε απεσταλμένο στον τούρκο Πασά στο Ζαπάντη και ζήτησε τους αιχμαλώτους. Του Πασά του κακοφάνηκε πολύ διότι καθώς είπε ο ίδιος δεν γνώριζε για το γεγονός αυτό και κάλεσε αμέσως συνέδριο να μάθει για το συμβάν. Διέταξε τότε να φέρουν τους αιχμαλώτους Όμως οι Τούρκοι που τους είχαν αιχμαλωτίσει και είχαν κάψει τα σιτηρά εξαφανίσθηκαν.
Τότε ο Πασάς έδωσε τους αιχμάλωτους στον Έλληνα απεσταλμένο του αρματωλού. Καθώς ομολόγησαν οι ίδιοι οι Τούρκοι είχαν βιάσει τις γυναίκες και τους άνδρες τους είχαν στα νταμάρια να βγάζουν λιθάρια. Ο Πασάς έδωσε διαταγή να βρεθούν οι Τούρκοι που ήταν υπεύθυνοι και τους πάνε μπροστά του.
Καιρός να μάθουμε για την τοποθεσία «Φλαμπουργιάρη». Ανατολικά του Μαλευρού πάνω από την θέση «Παλαιοκαρυά» υπάρχει τοποθεσία που λέγεται «Φλαμπουργιάρη». Φλάμπουρο ονόμαζαν επί τουρκοκρατίας την σημαία που είχαν τότε οι κλέφτες. Αυτό μου κίνησε το ενδιαφέρον να μάθω περί του ονόματος της θέσεως αυτής.
Πλησίον της θέσης αυτής υπάρχει και σήμερον η θέση «Παπαλάκα». Κατόπιν πολλών ερευνών ρωτούσα τους γέροντες και έμαθα τότε από τον γέροντα Απόστολον Σπυρόπουλον που μου διηγήθηκε τα παρακάτω, όπως του τα είχαν διηγήθει οι παλιότεροι γέροντες.
Κατά την εποχή που στα Ελληνικά της Σκουτεράς ήταν η έδρα του Τούρκου διοικητή της περιοχής. Ο δρόμος προς την Καταβόθρα, Πλοκοπάρι περνούσε από Παλιοσκουτερά ακολουθώντας το Διάσελο –Φαγκρί και από Αγριλιά –Πετράλωνα –Δρακότρυπα – Παπούλι –Διάσελο – Σάντο κλπ. Στη θέση λοιπόν «Φλαμπουργιάρη» ήταν οι κλέφτες και είχαν καραούλια στην απέναντι ράχη που σήμερα λέγεται «Τσούκα».
Μια ημέρα λοιπόν το τούρκικο απόσπασμα ξεκίνησε από τα Ελληνικά Σκουτεράς και δια να μην γίνουν αντιληπτοί πήγαν από το μέρος των σημερινών Σταματογιαννέϊκων και προσεκτικά ανέβηκαν μέσω της λαγκαδιάς του Αγίου Νικολάου (εκκλησάκι) και βγήκαν στην θέση «Παπαλάκα». Εκεί βρήκαν τον παπά, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα πήγαινε να λειτουργήσει στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στον «Πλάτανο». Δυο Τούρκοι τον έπιασαν και τον έσερναν να τον σφάξουν, αλλά ο παπάς τους ξέφυγε και τότε παρά την διαταγή που είχαν οι Τούρκοι να μην πυροβολήσει κανείς άνευ διαταγής, ένας τούρκος όταν είδε τον παπά να φεύγει τον τουφέκισε και τον σκότωσε.
Στο άκουσμα του τουφεκιού αφυπνίσθηκαν οι κλεφτές και ξύπνησαν τον καπετάνιο που τους συμβούλεψε να κρυφτούν και να παρακολουθούν τους Τούρκους. Μετά τον σκοτωμό του παπά οι Τούρκοι βγήκαν όλοι στην λάκα είδαν το φλάμπουρο και μια ομάδα πήγε να το πάρει. Ειδοποίησαν τον καπετάνιο περί τούτο οι κλεφτές που τους είπε δυο να φυλάξουν το φλάμπουρο και οι άλλοι να κυκλώσουν του Τούρκους όπως τους υπέδειξε ο καπετάνιος τους. Η απόσταση από την θέση Παπαλάκα μέχρι τον Φλαμπουργιάρη είναι περίπου ένα χιλιόμετρο και είναι μονοπάτι.
Το σχέδιο του καπετάνιου ήταν να πιάσουν θέση οι κλέφτες κοντά στο φλάμπουρο, έτσι μόλις θα άρχιζαν την μάχη αυτοί που φύλαγαν το φλάμπουρο οι υπόλοιποι Τούρκοι θα πήγαιναν προς βοήθεια των πρώτων. Οι κλέφτες τότε θα κατάφερναν να τους κυκλώσουν και να τους εξολοθρεύσουν όπως και έγινε. Μόλις άρχισε το τουφεκίδι μεταξύ Τούρκων και κλεφτών που φύλαγαν την σημαία (το φλάμπουρο) έτρεξαν όλοι οι Τούρκοι να τους βοηθήσουν, τότε οι κλεφτές τους έκλεισαν γύρωθεν. Στην συμπλοκή αυτή μόλις τρείς Τούρκοι ξέφυγαν, έξι αιχμαλωτίστηκαν και οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν, από τους κλέφτες δεν έπαθε κανείς τίποτε.
Μεταξύ των Τούρκων ήταν και ο εισπράκτορας των Τούρκων που για το σκοπό αυτό πήγαιναν οι Τούρκοι να εισπράξουν φόρους από την Κερασιά και από τα άλλα χωριά.
Μετά το πάθημα αυτό ο Πασάς έστειλε έναν Έλληνα από την Σκουτερά να διαπραγματευθεί για τους αιχμαλώτους. Στην διαπραγμάτευση που έγινε οι κλέφτες δεν εδέχθησαν χρήματα δια την απελευθέρωση αλλά ζήτησαν να μεσολαβήσει ο Πασάς στον διοικητή στο Ζαπάντη να απολύσει τους φυλακισμένους Έλληνες και Τούρκους.
Προς ασφάλεια οι κλεφτές έστειλαν έναν τούρκο να φέρει στον Πασά το «μαντάτο» (λέξη ξενική σημαίνει ενημέρωση δια το συμβάν) και οι Τούρκοι εδέχθησαν και η ανταλλαγή έγινε στην Φραγκόσκαλα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είναι γεγονός ότι η ορεινή Τριχωνίδα κατά την εποχή της τουρκοκρατίας ήταν πολυάνθρωπος διότι οι Έλληνες αποφεύγοντας την πικρή τουρκική σκλαβιά έφευγαν από τα καμποχώρια και κατοικούσαν στα ορεινά, όπου ζούσαν ελεύθεροι. Πρέπει όμως να τονισθεί ότι οι κλέφτες της εποχής της τουρκοκρατίας δεν ήταν εχθροί με τους Έλληνες αλλά φίλοι και προστάτευαν τους χριστιανούς όσο μπορούσαν. Υπήρξαν όμως και προδότες δηλαδή φίλοι των Τούρκων αλλά ευτυχώς ελάχιστοι και αυτοί όταν συλλαμβάνονταν είχαν την τύχη των Τούρκων. Το μίσος των Ελλήνων γενικώς κατά των Τούρκων ήταν πολύ μεγάλο καθώς και η δημοτική ποίηση μας αναφέρει «κάλιο να ζω με τα θεριά παρά να ζω με Τούρκους». Η ευχή που έκαναν οι Έλληνες στα γλέντια ήταν μόνο μια «καλό μολύβι» δηλαδή θάνατος από σφαίρα. Ο σεβασμός στους μεγαλύτερους και η ηθική γυναικών και αντρών ήταν το πιο θεμελιωμένο έθιμο. Τρείς ήταν οι αρχές έκαστου Έλληνα ΠΙΣΤΗΣ, ΠΑΤΡΙΣ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ και για αυτά έδινε την ζωή του.
Γεώργιος Δημ. Αναστασόπουλος
Γραμματέας της κοινότητας Σιτομένων
από το 1952 έως 1983.